- Βενεζουέλα
- Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από τη Β., που προβάλλει εδαφικές διεκδικήσεις κατά μήκος του ποταμού Εσεκίμπο.Σύμφωνα με το σύνταγμα του Δεκεμβρίου 1999, η Β. είναι ομόσπονδη δημοκρατία με 23 πολιτείες, 1 ομόσπονδη περιοχή, που είναι η περιοχή της πρωτεύουσας Καράκας, και 72 ομοσπονδιακά εδάφη, τα οποία είναι αντίστοιχα νησιά στην Καραϊβική. Πιο συγκεκριμένα (σε παρένθεση ο πληθυσμός, βάσει στοιχείων του 2002): Αμαζόνας (Amazonas, 100.325), Ανθοάτεγκι (Anzoαtegui, 1.140.369), Απούρε (Apure, 466.931), Αράγκουα (Aragua, 1.481.453), Βάργκας (Vargas, 309.134), Γιαρακούι (Yaracuy, 518.902), Γκουάρικο (Guαrico, 638.638), Δέλτα Αμακούρο (Delta Amacuro, 137.939), Ζούλια (Zulia, 3.209.629), Καραμπόμπο (Carabobo, 2.106.264), Κοχέδες (Cojedes, 262.154), Λάρα (Lara, 1.581.121), Μέριδα (Mérida, 744.986), Μιράντα (Miranda, 2.607.163), Μονάγκας (Monagas, 599.764), Μπαρίνας (Barinas, 583.521), Μπολιβάρ (Bolίvar, 1.306.651), Νουέβα Εσπάρτα (Nueva Esparta, 377.701), Πορτουγκέσα (Portuguesa, 830.441), Σούκρε (Sucre, 824.764), Τάτσιρα (Tαchira, 1.031.158), Τρουχίλιο (Trujillo, 587.280), Φαλκόν (Falcσn, 747.672), Ομόσπονδη Περιοχή Καράκας (2.284.921) και Ομόσπονδα Εδάφη (περ. 2.500). Περίπου το 65% του πληθυσμού είναι μεστίζο (μιγάδες), 20% είναι οι λευκοί, 10% μαύροι και 2% αυτόχθονες. Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η ισπανική. Οι αυτόχθονες (Αμερινδοί) μιλούν προπάντων τη γλώσσα καρίμπε.Το πολίτευμα της Β. είναι προεδρική δημοκρατία. Μέχρι την αναθεώρηση του συντάγματος το 1999, τη νομοθετική εξουσία ασκούσαν δύο σώματα, η γερουσία και η βουλή των αντιπροσώπων. Η σύνθεση των σωμάτων ήταν περίπλοκη: τη γερουσία αποτελούσαν δύο εκλεγμένοι εκπρόσωποι από κάθε πολιτεία, μαζί με γερουσιαστές από διάφορες μειονότητες και τους πρώην προέδρους της χώρας (ισόβια μέλη αυτοί), ενώ η σύνθεση της βουλής των αντιπροσώπων καθοριζόταν από ειδικούς νόμους, αν και κάθε πολιτεία δεν μπορούσε να έχει λιγότερους από δύο βουλευτές. Με το νέο σύνταγμα, καταργήθηκαν τα δύο σώματα και αντικαταστάθηκαν από μια ενιαία εθνική αντιπροσωπεία, τα μέλη της οποίας εκλέγονται απευθείας από τον λαό. Το σώμα των βουλευτών περιορίστηκε έτσι σε 165 (από 205) και η θητεία τους ορίστηκε πενταετής. Δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι πολίτες που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους.
Κάθε ομόσπονδη πολιτεία έχει δικό της κυβερνήτη και νομοθετικό σώμα που εκλέγονται επίσης απευθείας από τον λαό, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα μικρότερα ομοσπονδιακά εδάφη.
Αρχηγός του κράτους και της εκτελεστικής εξουσίας, με σημαντικές μάλιστα εξουσίες, είναι ο πρόεδρος, ο οποίος επίσης εκλέγεται απευθείας από τον λαό για θητεία 6 ετών (μέχρι το 1999 ήταν πενταετής), με όριο δύο συνεχόμενες θητείες.Τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το Χριστιανοκοινωνικό (COPEI) και το Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης (AD), ενώ στις εκλογές του 2000 εμφανίστηκαν δύο ευρύτεροι συνασπισμοί, το Κίνημα για την Πέμπτη Δημοκρατία (MVR) και το Κίνημα για τον Σοσιαλισμό (MAS). Πρόεδρος της χώρας, από το 1998, είναι ο Ούγο Τσάβες.Η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και τη δικαστική εξουσία ασκεί το ανώτατο δικαστήριο, με έξι επιμέρους κλάδους. Κάθε πολιτεία αποτελεί ένα αυτόνομο δικαστικό διαμέρισμα με ξεχωριστό ανώτατο δικαστήριο, αποτελούμενο από τρία μέλη, ένα εφετείο και πρωτοβάθμια δικαστήρια στα διαμερίσματα και στους δήμους. Στα ομόσπονδα εδάφη υπάρχουν πρωτοβάθμια πολιτικά δικαστήρια και στρατοδικεία. Στην πρωτεύουσα υπάρχει φορολογικό δικαστήριο.Κυρίαρχο θρησκευτικό δόγμα της χώρας είναι το ρωμαιοκαθολικό (92,4%). Στη Β. υπάρχουν 4 αρχιεπίσκοποι και 19 επίσκοποι. Ωστόσο, υπάρχει πλήρης θρησκευτική ελευθερία και πλήρης διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας.Η εκπαίδευση, που παρέχεται τόσο σε δημόσιες όσο και σε ιδιωτικές σχολές, διαιρείται σε στοιχειώδη, μέση, τεχνική, διδασκαλικού κύκλου και πανεπιστημιακή. Στις κρατικές σχολές η εκπαίδευση παρέχεται εντελώς δωρεάν, αφορά δηλαδή ακόμα και τα βιβλία και το φαγητό. Η στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί εννέα χρόνια και είναι υποχρεωτική, για παιδιά 5 έως 15 ετών, αλλά το ποσοστό του αναλφαβητισμού είναι ακόμα υψηλό (8,9%). Η μέση εκπαίδευση διαρκεί δύο χρόνια. Η ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στα πανεπιστήμια και σε διάφορα ανώτερα ιδρύματα. Πανεπιστήμια λειτουργούν στο Καράκας (1725), στη Μέριδα (1785), στη Βαλένσια (1852), στο Μαρακαΐμπο (1891) και στην Κουμανά (1958). Λειτουργούν, επίσης, το Πειραματικό Κέντρο Ανώτερων Σπουδών και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια Σάντα Μαρία (1953) και Αντρές Μπέλιο (1953), και τα δύο στο Καράκας.Σημαντικές και σταθερές ήταν οι προσπάθειες της κυβέρνησης για να αναδιοργανώσει και να εκσυγχρονίσει το αμυντικό σύστημα της χώρας. Η θητεία είναι υποχρεωτική για τους άνδρες και διαρκεί 30 μήνες. Η Β. διαθέτει στρατό, ναυτικό και αεροπορία, της οποίας σχεδόν όλα τα αεροσκάφη είναι σύγχρονα και καλά εξοπλισμένα. Το 1999 υπηρετούσαν συνολικά στα τρία σώματα 56.000 άνδρες. Στις ένοπλες δυνάμεις ανήκει επίσης η Guardia Nacional (Εθνοφρουρά), με 23.000 άνδρες. Η κοινωνική ασφάλιση είναι πολύ ανεπτυγμένη, αν και σημαντικό είναι ακόμα το τμήμα του πληθυσμού που δεν έχει ασφάλιση (μεγάλο μέρος των χωρικών του εσωτερικού και πολλοί κάτοικοι των φτωχών συνοικιών). Σε ό,τι αφορά τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, αυτές γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη μεταξύ 1950-70. Τα πρώτα συνδικάτα ήταν εκείνα των εργατών των πετρελαιοπηγών που ιδρύθηκαν το 1935.Το τοπίο της Β. εμφανίζεται ασυνεχές, καθώς το έδαφος αποτελείται από τμήματα που χαρακτηρίζονται από μια διαφορετική ανάπτυξη των γεωλογικών φάσεων. Ξεκινά από ορεινές κορυφές πάνω από 5.000 μ., που αποτελούν μέρος του συστήματος των Άνδεων, και καταλήγει στις ισοπεδωμένες επιφάνειες και σε πραγματικά βαθύπεδα. Ο ορεινός όγκος της Γουιάνας, βόρειο τμήμα της βραζιλιανής ασπίδας, είναι ο πιο αρχαίος της Β., της οποίας αποτελεί τη νοτιοανατολική περιοχή. Εκεί αναδύονται κρυσταλλοπαγή και ιζηματογενή πετρώματα του κάτω και μέσου προκάμβριου, που στη συνέχεια μεταμορφώθηκαν και σχηματίζουν μια άκαμπτη μάζα πανάρχαιας ανάδυσης, η οποία στη συνέχεια ισοπεδώθηκε, ανυψώθηκε και κατ’ αυτό τον τρόπο ανανεώθηκε μορφολογικά. Στα ανατολικά του ποταμού Καρονί και στο βόρειο τμήμα, η μάζα της Γουιάνας καλύπτεται κατά ένα μέρος από ιζηματογενείς σχηματισμούς, με κρυσταλλικές εισδύσεις του μεσοζωικού.
Οι Άνδεις της Β. είναι μόνο το βορειότερο τμήμα όλου του συστήματος. Οι πτυχώσεις και η ανύψωση των ιζηματογενών σχηματισμών (ανάμεσα στους οποίους οι πιο αρχαίοι ανάγονται στο κάμβριο), που αποτελούν τις αλυσίδες των Άνδεων, δημιουργήθηκαν βαθμιαία. Μετά τον σχηματισμό των πρώτων οροσειρών, στα τέλη του παλαιοζωικού, η αποφασιστική ορεογενετική κίνηση παρατηρήθηκε στα τέλη του κρητιδικού. Οι αλυσίδες αυτές, που υποδιαιρούνται σε πολυάριθμες διακλαδώσεις, χωρίζονται από βαθιές λεκάνες ιζηματαπόθεσης· οι κυριότερες είναι τα γεωσύγκλινα του Μαρακαΐμπο και του Ορινόκο. Στις τάφρους αυτές, από το κρητιδικό και ύστερα, εναποτέθηκαν μεγάλα στρώματα θαλάσσιων ή ποτάμιων ιζημάτων, προερχόμενα από τη διάβρωση των αλυσίδων των Άνδεων, και στα οποία σχηματίστηκαν πολυάριθμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Η πλήρωσή τους δημιούργησε τις προσχωσιγενείς πεδιάδες των λιάνος.Το έδαφος της Β. καταλαμβάνει το βορειότερο τμήμα της Νότιας Αμερικής. Περιλαμβάνεται ανάμεσα στα ανάγλυφα των Άνδεων και στους αρχαίους όγκους της Γουιάνας, και αντιστοιχεί κατά μεγάλο μέρος στο βαθύπεδο του Ορινόκο. Βρέχεται σχεδόν ολόκληρο από την Καραϊβική θάλασσα, με ακτές μάλλον αρθρωτές και κρασπεδωμένες από τα αρχιπελάγη των Μικρών Αντιλλών. Μόνο ένα μικρό παράκτιο τμήμα, που αντιστοιχεί στο δέλτα του Ορινόκο, βρέχεται άμεσα από τον Ατλαντικό.
Από ορεογραφική άποψη, το έδαφος της Β. είναι ποικίλο και ασυνεχές· σε αυτό εναλλάσσονται πεδιάδες, οροσειρές και υψίπεδα, που δίνουν στη μορφολογία αρκετά τραχιά εμφάνιση. Υψομετρικά, ξεκινά από τα βαλτώδη βαθύπεδα που περιβάλλουν τη λίμνη Μαρακαΐμπο και καταλήγει στις αιώνια χιονισμένες κορυφές της Κορδιλιέρας της Μέριδα, οι οποίες ξεπερνούν τα 5.000 μ.
Συνολικά, η άρθρωση του εδάφους της Β. προσφέρεται για μια διαίρεση σε μεγάλες ενότητες, που αντιστοιχούν σε τρία ξεχωριστά τμήματα. Στα Δ και στα Β είναι διατεταγμένες οροσειρές, διακλαδώσεις του κυριότερου κορμού των Άνδεων· πρόκειται για βουνά, που σχηματίστηκαν από τις συρρικνώσεις του τριτογενούς. Στα ΝΑ, περιορισμένο από τη δεξιά όχθη του Ορινόκο και από τον Ατλαντικό, εκτείνεται το ορεινό συγκρότημα της Γουιάνας, κυρίως με πεδινή δομή, ύψους κατά μέσο όρο 700 μ., αλλά με μερικές κορυφές που ξεπερνούν τα 2.000 μ.· το συγκρότημα αυτό αντιπροσωπεύει ένα μέρος της αρχαίας κρυσταλλικής μάζας που σχηματίζει, μαζί με τη βραζιλιανή ασπίδα, τη βάση όλης της νοτιοαμερικανικής ηπείρου. Ανάμεσα στις οροσειρές των Άνδεων και στον όγκο της Γουιάνας ανοίγουν τέλος οι εκτεταμένες πεδιάδες (λιάνος), στις οποίες ρέουν οι αριστεροί παραπόταμοι του Ορινόκο οι οποίοι, με τις μεγάλες προσχώσεις τους, έχουν γεμίσει την έκταση που μέχρι το καινοζωικό ήταν ένας εκτεταμένος θαλάσσιος κόλπος.
Από τις οροσειρές των Άνδεων, η πιο δυτική είναι η Σιέρα δε Περιχά, που αποτελεί τη μεθόριο Β. και Κολομβίας. Η Κορδιλιέρα της Μέριδα, που βρίσκεται ανατολικότερα και διευθύνεται από ΝΔ προς ΒΑ, χαμηλώνει προς τα Β, στα εκτεταμένα υψίπεδα Ελ Τοκούγιο και Μπαρκισιμέτο· συνεχίζει, κατευθυνόμενη προς τον Ισημερινό (Εκουαδόρ), με την ονομασία Κορδιλιέρα της Ακτής, πάντοτε πιο κατακερματισμένη σε διάφορα τμήματα που άλλοτε βρέχονται από τη θάλασσα και άλλοτε είναι πιο εσωτερικά. Οι Άνδεις της Β. παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές σε σχέση με την καθαυτό κορδιλιέρα των Άνδεων, της οποίας αποτελούν το βορειοανατολικό άκρο, διαμελισμένο σε διάφορες μικρότερες αλυσίδες. Στο σύνολό τους είναι λιγότερο ψηλές, έχοντας ως ψηλότερη κορυφή την Πίκο Μπολιβάρ (Λα Κολούμνα, 5.002 μ.) στην Κορδιλιέρα της Μέριδα, ενώ οι παράκτιες οροσειρές της Κορδιλιέρας της Ακτής μόλις που ξεπερνούν τα 2.000 μ. Το ανάγλυφο, ωστόσο, είναι αρκετά τραχύ και οι πλαγιές μάλλον απόκρημνες. Ανάμεσα στη Σιέρα δε Περιχά και στην Κορδιλιέρα της Μέριδα εκτείνεται, για περισσότερα από 70.000 τ. χλμ., το μεγάλο βαθύπεδο Θούλια, κατά μεγάλο μέρος κατακλυσμένο από τα νερά της λίμνης Μαρακαΐμπο, λείψανο ενός πιο εκτεταμένου θαλάσσιου κόλπου που γέμισε κατά ένα μέρος από τις προσχώσεις. Η λεκάνη της λίμνης Μαρακαΐμπο μπορεί να θεωρηθεί λεκάνη καθίζησης (σε αυτό οφείλεται και ο πλούτος της σε πετρέλαιο), που κατακλύστηκε επανειλημμένα από τα θαλάσσια νερά και υπέστη θαλάσσια και χερσαία ιζηματαπόθεση, η οποία συγκέντρωσε υλικά σε πάχος πάνω από 5.000 μ.
Ανάμεσα στις κορδιλιέρες και στον όγκο της Γουιάνας εκτείνονται, για 300.000 τ. χλμ. και πλέον, τα λιάνος· στο σύνολο καλύπτουν το 35% του εδάφους της Β. Η προέλευσή τους είναι συνδεδεμένη με την παρουσία ενός μεγάλου γεωσύγκλινου, η καθίζηση του οποίου επέτρεψε τη συσσώρευση ιζημάτων πάχους 4.000 μ.· η εμφάνισή τους είναι ερημική λόγω της απουσίας οποιασδήποτε μορφής ανάγλυφου· το μέσο ύψος, κατώτερο των 200 μ., έχει ανεπαίσθητη κλίση από τις παρυφές των Άνδεων προς την αμφίβια ζώνη του δέλτα του Ορινόκο, στα δυτικά του οποίου ωστόσο η πεδιάδα διακόπτεται από μια σειρά λοφωδών κυματώσεων. Ο ορεινός όγκος της Γουιάνας, που καλύπτει περίπου το 45% του εδάφους της Β., αποτελείται από πανάρχαια πετρώματα (γνεύσιους, εισδυτικούς γρανίτες, διαβάσες) και περιλαμβάνεται στο τόξο που διαγράφει ο Ορινόκο. Το μέσο υψόμετρο δεν είναι υπερβολικό, αλλά η μορφολογία του είναι μάλλον ποικίλη. Το βόρειο τμήμα αποτελείται από ένα κυματοειδές υψίπεδο, πάνω από το οποίο υψώνονται λόφοι και σιέρες, λείψανα ενός ανάγλυφου διαμελισμένου και διαβρωμένου, που φτάνουν τα μεγαλύτερα ύψη τους στην Πίκο Μαραουάκα (2.580 μ.) στα νοτιοδυτικά κράσπεδα του ορεινού όγκου, και στη Σιέρα δε Ροραΐμα (2.875 μ.) τον ανατολικότερο ορεογραφικό κόμβο του μεγάλου υψιπέδου. Στα βορειοανατολικά κράσπεδα του συγκροτήματος, η Σιέρα δε Ιματάκα, που έχει μήκος 150 χλμ. έως το δέλτα του Ορινόκο, είναι ένα από τα πιο τυπικά ανάγλυφα της περιοχής.
Οι ακτές της Β. εξαρτώνται στενά από τις συνθήκες του εσωτερικού ανάγλυφου. Οι δυτικές, που βρέχονται από τον κόλπο της Β., ανάμεσα στη χερσόνησο Παραγκουανά και στην κολομβιανή χερσόνησο Γκουαχίρα, είναι γενικά χαμηλές και βαλτώδεις, ιδιαίτερα σε αντιστοιχία με τη λίμνη Μαρακαΐμπο. Στα ανατολικά της χερσονήσου Παραγκουανά οι ακτές, που αρχικά είναι ακόμα χαμηλές και βαλτώδεις, γίνονται ευθύγραμμες και ψηλές σε αντιστοιχία με την κορδιλιέρα που προχωρεί παράλληλα. Η καταβύθιση που σημειώθηκε κατά το πλειστόκαινο δημιούργησε στη συνέχεια, σε αντιστοιχία με τη διπλή χερσόνησο Αράγια-Παρία (που αποτελεί ενιαίο ορεινό συγκρότημα το οποίο συνεχίζεται στα βόρεια ανάγλυφα του Τρινιντάντ), ακτές ψηλές και βραχώδεις, εκτός από το τμήμα στον κόλπο της Μπαρτσελόνα. Από τα νησιά που βρίσκονται απέναντι από τις ακτές της Β., άλλοτε κοραλλιογενούς προέλευσης και άλλοτε συνδεδεμένα με την παρουσία της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, το πιο εκτεταμένο είναι η Μαργαρίτα, που χωρίζεται από την ήπειρο με έναν στενό θαλάσσιο βραχίονα μικρού βάθους.Η γεωγραφική θέση δίνει στο κλίμα της Β. τυπικά ισημερινά χαρακτηριστικά, προπάντων λόγω της έλλειψης εποχιακών αντιθέσεων. Ο χρόνος περνά σε μια σχετική θερμική ομοιομορφία, με θερμοκρασίες (τουλάχιστον στις πιο χαμηλές ζώνες) που ξεπερνούν τους 25°C και με ασθενέστατες διακυμάνσεις, εκτός από τα ανάγλυφα, όπου τον Ιανουάριο το θερμόμετρο δείχνει μέσες θερμοκρασίες 17-18°C (όπως στη Μέριδα). Οι εποχιακές διακυμάνσεις του κλίματος είναι συνδεδεμένες προπάντων με την παροχή των ανέμων, με τη διάταξη των αναγλύφων και με τις διαφορές υψομέτρου.
Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της Β. βρίσκεται πράγματι στην περιοχή επιρροής των βορειοανατολικών αληγών ανέμων, που φυσούν κανονικά από τις ψηλές πιέσεις της βόρειας τροπικής ζώνης (αντικυκλώνας των Αζόρων) προς τις χαμηλές πιέσεις του μεσοτροπικού μετώπου· παρατηρείται έτσι μια σταθερή ροή αέρα, που έχει διεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ. Αλλά τα ζενιθιακά περάσματα του ήλιου προκαλούν διαφορετικές εποχιακές συνθήκες, επηρεάζοντας τις χαμηλές μεσοτροπικές πιέσεις. Πράγματι, από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο (περίοδος του βόρειου χειμώνα) οι χαμηλές πιέσεις στρέφονται προς τον Ισημερινό (Εκουαδόρ), δηλαδή στο νότιο τμήμα των Γουιάνων· οι αληγείς φτάνουν τότε στη μεγαλύτερη έντασή τους, αλλά χωρίς να προκαλούν αξιοσημείωτες βροχοπτώσεις. Αυτή είναι εποχή ξηρή για το μεγαλύτερο μέρος του βενεζουελανικού εδάφους. Στη συνέχεια, το μεσοτροπικό μέτωπο, σε συνάρτηση με την κίνηση του ήλιου, προχωρεί προς τα βόρεια και στο βόρειο καλοκαίρι (από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο) και χαρακτηρίζεται από πολύ πιο ασθενείς αληγείς που προέρχονται κυρίως από τα ανατολικά και οι οποίοι προκαλούν γενικά ισχυρές βροχοπτώσεις. Αλλά οι βροχές κατανέμονται αρκετά ακανόνιστα, εξαιτίας της διαφορετικής επίδρασης των τοπικών ορεογραφικών συνθηκών. Η εναλλαγή μιας βροχερής εποχής (με μέγιστη τιμή, τον Ιούλιο, 300-400 χιλιοστά) και μιας ξηρής εποχής (με ελάχιστη τιμή, τον Ιανουάριο, λιγότερο από 25 χιλιοστά) είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του κλίματος της Β.
Σε ορισμένες περιοχές, που τα ανάγλυφα προστατεύουν καλύτερα από τους αληγείς, οι βροχές μπορεί να είναι ελάχιστες· στα ορεινά του Μπαρκισιμέτο, π.χ., δεν ξεπερνούν τα 500-600 χιλιοστά τον χρόνο. Και η βόρεια παράκτια λωρίδα, όπου οι καλοκαιρινοί αληγείς φυσούν παράλληλα με την ακτή, δέχεται μικρές ποσότητες βροχής· στο Μαρακαΐμπο δεν ξεπερνούν τα 400-450 χιλιοστά, στην Κόρο, στον ισθμό της χερσονήσου Παραγκουανά, οι βροχές φτάνουν τα 250-300 χιλιοστά. Το ίδιο παρατηρείται και στα νησιά, όπως η Μαργαρίτα και η Τορτούγα. Εξαιτίας των σταθερά υψηλών θερμοκρασιών και της έντονης εξάτμισης, η αραιότητα αυτή των βροχών προκαλεί στις περιοχές υποάγονες κλιματικές συνθήκες. Αντίθετα, το νοτιοκεντρικό τμήμα του ορεινού όγκου της Γουιάνας έχει πολύ πιο υγρό κλίμα, χάρη στις μεσοτροπικές πιέσεις, το οποίο πλησιάζει εκείνο της περιοχής της Αμαζονίας, με βροχοπτώσεις που ξεπερνούν τα 3.500-4.000 χιλιοστά. Ιδιαίτερες συνθήκες παρατηρούνται στην ορεινή περιοχή της Κορδιλιέρας της Μέριδα: οι πλαγιές που είναι εκτεθειμένες στους αληγείς είναι πολύ υγρές, ενώ ορισμένες προφυλαγμένες κοιλάδες παρουσιάζουν υποάγονες κλιματικές συνθήκες. Πάντως, ένας καθοριστικός παράγοντας για τις κλιματικές συνθήκες της Β. είναι το υψόμετρο. Η επίδρασή του εκδηλώνεται βασικά με την υψομετρική εναπόθεση κλιματικών λωρίδων, που γίνονται πιο εμφανείς από τις διαφορές του φυτικού μανδύα.Στις τιέρας καλιέντες (εδάφη κάτω από τα 600 μ.) απαντώνται διάφοροι τύποι δασών. Εκεί όπου υπάρχει αρκετή υγρασία, βασιλεύει το πυκνό δάσος ισημερινού τύπου, που εκτείνεται στο κεντρικό και νοτιοανατολικό τμήμα του όγκου της Γουιάνας και στο νότιο τμήμα της λεκάνης της λίμνης Μαρακαΐμπο. Ο ίδιος τύπος δάσους υπάρχει και στο δέλτα του Ορινόκο, λιγότερο βροχερό, αλλά με έδαφος διαποτισμένο από την υγρασία. Το δάσος που χαρακτηρίζεται από φυλλοβόλα δέντρα καταλαμβάνει τις περιοχές που έχουν πιο έκδηλη ξηρή εποχή: το δυτικό και βόρειο τμήμα της Γουιάνας, τις βόρειες κορδιλιέρες, το δυτικό τμήμα των λιάνος και τη ζώνη στους πρόποδες των Άνδεων. Το τσαπαράλ, ιδιαίτερα εκτεταμένο στη βόρεια Γουιάνα, είναι μια μεταβατική μορφή ανάμεσα στο τροπικό δάσος και στη σαβάνα, που αντιστοιχεί στη ζώνη βροχοπτώσεων από 1.400-1.800 χιλιοστά. Είναι ένας ποώδης σχηματισμός, διάσπαρτος όμως με δέντρα και αρκετά πυκνούς θάμνους. Εκεί όπου οι βροχές είναι λιγότερες (περίπου 1.000 χιλιοστά), βασιλεύει η σαβάνα, σχηματισμός υψηλών ποών, λίγο ή πολύ δεντρόφυτη, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των λιάνος, στα Β του Ορινόκο και τις μεσαίες περιοχές της λεκάνης της Μαρακαΐμπο. Οι περιοχές όπου οι βροχές είναι λιγότερες από 800 χιλιοστά τον χρόνο (και σε ορισμένες περιπτώσεις από 500 χιλιοστά) αποτελούν μέρος του άγονου περιβάλλοντος· εξαιτίας της ισχυρής εξάτμισης και της διάρκειας της ξηρής εποχής, χαρακτηρίζονται από ξηρόφιλη βλάστηση. Αυτές είναι προπάντων οι περιοχές κοντά στις ακτές, όπου συναντά κανείς, στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα ξηρό και αραιό δάσος, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλους κάκτους και από το ντίβι-ντίβι. Κατά τόπους παρουσιάζονται καθαρά ερημικές όψεις με κινητές άμμους στη χερσόνησο Κόρο.
Στα βουνά, η διαδοχή των κλιματικών λωρίδων από την επιφάνεια της θάλασσας έως τα 5.000 μ. καθορίζει μια σειρά από αρκετά διαφορετικά οικολογικά περιβάλλοντα. Ανάμεσα στα 600 και στα 1.500 μ., κατά μήκος όλης της κορδιλιέρας, βρίσκεται η λωρίδα με εξασθενημένο τροπικό κλίμα· οι βροχές ποικίλλουν φυσικά ανάλογα με την έκθεση των πλαγιών, αλλά είναι γενικά πιο άφθονες σε σχέση με τις γειτονικές πεδιάδες. Εδώ συναντά κανείς έναν τύπο υγρού δάσους, με αφθονία επίφυτων, αλλά με βλάστηση λιγότερο πλούσια απ’ ό,τι στα δάση των πεδιάδων. Ανάμεσα στα 1.500 και στα 2.000 μ., η τιέρα τεμπλάδα αποτελεί την εύκρατη λωρίδα, που είναι πολύ εκτεταμένη στις Άνδεις και έχει κατά κάποιον τρόπο όμοια χαρακτηριστικά με το μεσογειακό κλίμα κατά την άνοιξη, με τη διαφορά ότι στην περιοχή αυτή διαρκούν όλο τον χρόνο, χωρίς να υπάρχουν εποχιακές αντιθέσεις. Η βλάστηση ξεκινά από το δάσος αειθαλών, στις πιο υγρές πλαγιές, και καταλήγει σε ένα ξηρόφιλο, αραιό δάσος με κάκτους, σε ορισμένες προφυλαγμένες σχεδόν άγονες κοιλάδες. Ανάμεσα στα 2.000 και στα 3.000 μ., η τιέρα φρία είναι η ψυχρή λωρίδα που απαντά κανείς στις ψηλές περιοχές των Άνδεων. Η λωρίδα αυτή διαφέρει αξιοσημείωτα από τις αντίστοιχές της που βρίσκονται σε άλλα γεωγραφικά πλάτη, επειδή εδώ καλοκαίρι και χειμώνας δεν εναλλάσσονται· ο παγετός, επομένως, λείπει και η ετήσια διακύμανση των μέσων θερμοκρασιών δεν ξεπερνά τους 3°C. Σε συνθήκες ήπιου κρύου και υγρασίας, το δάσος αειθαλών εκφυλίζεται προοδευτικά με το υψόμετρο· το μέγιστο όριο της δενδρώδους βλάστησης βρίσκεται λίγο κάτω από τα 3.000 μ. Πάνω από τα 3.000 μ. και έως τα 5.000, όπου υπάρχουν τα αιώνια χιόνια, το βουνό χαρακτηρίζεται από τη λωρίδα των πάραμος, συνεχώς ψυχρή, υγρή και τυλιγμένη στην ομίχλη. Οι βροχοπτώσεις φτάνουν περίπου τα 600 χιλιοστά. Η βλάστηση, φτωχή, παίρνει όψη στέπας, αν και υπάρχουν καλλιέργειες έως τα 3.800 μ. Πάνω από τα 4.000 μ., τα χαρακτηριστικά φυτά είναι οι πολυάριθμες ποικιλίες φραϊλεχόνες, που φυτρώνουν μόνο στα βενεζουελανικά και κολομβιανά πάραμος και στα όρη Ρουβενζόρι, στην κεντρική Αφρική· είναι θάμνοι που ανθίζουν σε όλη τη διάρκεια του χρόνου και τα παχιά τους φύλλα, με τη βελουδένια εμφάνιση, είναι γεμάτα νερό. Το τοπίο των πάραμος είναι το τοπίο των ισημερινών ψηλών ορέων και είναι διαφορετικό από το ξερό τοπίο της πούνα, που απαντάται στα ίδια υψόμετρα, στα υψίπεδα του Περού και της Βολιβίας.Οι ποταμοί της Β. είναι ιδιαίτερα πολυάριθμοι και πλούσιοι σε νερά. Συμβάλλουν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, σε έναν μοναδικό ποταμό, μήκους 2.140 χλμ., τον Ορινόκο, τον τρίτο σε μήκος της Νότιας Αμερικής. Η λεκάνη του, με επιφάνεια 948.000 τ. χλμ. (από τα όποια 600.000 στη Β.), εκτείνεται μέσω των αριστερών παραποτάμων του, Μέτα και Απούρε, στα λιάνος των ανατολικών πλαγιών των Άνδεων της Β. και της Κολομβίας, και μέσω των δεξιών παραποτάμων του (Βεντουάρι, Κάουρα, Καρονί) σε μεγάλο τμήμα του όγκου της Γουιάνας. Ο άνω ρους του παρουσιάζει μάλλον ακανόνιστο περίγραμμα, που διακόπτεται από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες οι οποίοι εμποδίζουν τη ναυσιπλοΐα. Πολυάριθμοι είναι οι καταρράκτες και κατά μήκος του ρου των παραποτάμων που κατεβαίνουν από τη Γουιάνα, όπως ο Σάλτο Άνχελ (περ. 1.000 μ.), ο οποίος σχηματίζεται από έναν παραπόταμο του Καρονί. Στον μέσο ρου, ο Ορινόκο είναι ο ποταμός των λιάνος με την αρκετά γρήγορη ροή (από 2 έως 5 χλμ. την ώρα), με μερικά βραχώδη επίπεδα που πρέπει να ξεπεράσει (καταρράκτες Μαϊπούρες και Ατούρες). Μετά τη συμβολή του Μέτα, το πλάτος του φτάνει ακόμα και τα 5 χλμ. και η ταχύτητά του περιορίζεται αισθητά. Ο Ορινόκο και οι παραπόταμοί του μεταφέρουν τεράστιες ποσότητες προσχώσεων στα λιάνος, ιδιαίτερα άμμους, που στην ξηρή εποχή σχηματίζουν ένα τοπίο πραγματικών θινών. Το ήρεμο αυτό τμήμα του ρου τερματίζεται στις κλεισώρειες της Ανγκοστούρα· ο ποταμός διαρρέει τα τελευταία βόρεια μέλη του ορεινού όγκου της Γουιάνας, όπου έχει σκάψει κλεισώρειες απέναντι από τη Θιουδάδ Μπολιβάρ, έως 80 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, γι’ αυτό και ο ποταμός, κατά την περίοδο της ανόδου των νερών, μπορεί να φτάσει το βάθος των 100 μ. Μετά τις κλεισώρειες της Ανγκοστούρα, ο Ορινόκο διαιρείται στους πολλαπλούς βραχίονες του δέλτα του, ενός μεγάλου τριγώνου 300.000 τ. χλμ. που διευρύνεται γρήγορα, κερδίζοντας κάθε χρόνο 45 μ. από τη θάλασσα.
Το έδαφος της Β. που δεν περιλαμβάνεται στη λεκάνη του Ορινόκο, αποστραγγίζεται από αρκετά πιο σύντομους ποταμούς, όπως εκείνοι που κατεβαίνουν από την Κορδιλιέρα της Ακτής απευθείας στην Καραϊβική θάλασσα (ανάμεσα στους οποίους ο Ουνάρε και ο Τοκούγιο) ή οι άλλοι που συμβάλλουν στη λίμνη Μαρακαΐμπο. Η λίμνη αυτή (περ. 15.000 τ. χλμ. και μόνο 50 μ. βάθος) επικοινωνεί με τη θάλασσα μέσω ενός στενού περάσματος γεμάτου αμμώδεις μπάγκους· είναι γνωστό ιδιαίτερα το φράγμα Σαν Κάρλος, που περιορίζει το βάθος του περάσματος στα 3,5 μ., γεγονός που εμπόδιζε τη ναυσιπλοΐα έως την πρόσφατη κατασκευή μιας τεχνητής διώρυγας. Το θαλασσινό νερό δεν εισέρχεται παρά σε σπάνιες περιπτώσεις στη λίμνη, όπου επικρατούν τα νερά που κατεβάζουν οι ποταμοί.Πριν από την άφιξη των Ισπανών (16ος αι.), στο σημερινό έδαφος της Β. κατοικούσαν φυλές Αραουάκων (Ινδιάνοι των λιάνος, που ζούσαν διάσπαρτοι στο εσωτερικό της χώρας) και Καρίβων (Ινδιάνοι των Αντιλλών, που είχαν καταλάβει τις παραθαλάσσιες περιοχές). Αυτός ο ιθαγενής πληθυσμός είχε, ωστόσο, τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον πληθυσμό του Περού και της Βολιβίας. Στη Β., η οποία δεν συμπεριλαμβανόταν στην αυτοκρατορία των Ίνκας, οι Ινδιάνοι ήταν σπάνιοι. Επιπλέον, οι Άνδεις δεν προσφέρονταν ιδιαίτερα ως καταφύγιο. Αυτό εξηγεί γιατί δεν μπόρεσαν οι αυτόχθονες της Αμερικής να εμποδίσουν τη διείσδυση της ισπανικής κουλτούρας. Σήμερα, δεν υπάρχουν πια παρά ελάχιστες ομάδες ατόμων που μπορούν να χαρακτηριστούν αυτόχθονες· μόλις που ξεπερνούν τις 30.000 αυτοί που ανήκουν στις μεγάλες ομάδες των Καρίβων και των Αραουάκων, ενώ συνολικά οι γηγενείς (χωρίς επιμειξίες) υπολογίζονται σε 2% του συνολικού πληθυσμού. Η μετανάστευση συνεχίστηκε και κατά την περίοδο του αποικισμού. Επειδή όμως γινόταν αποκλειστικά από το αντρικό στοιχείο, που αναμείχθηκε πολύ εύκολα με τον τοπικό πληθυσμό, γι’ αυτό υπάρχει ακόμα ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κρεολών, γεγονός που συνετέλεσε στην απουσία μιας κυρίαρχης τάξης λευκών. Μεταξύ του 1946 και 1969 έφτασαν στη Β. 700.000 μετανάστες, ένας καινούργιος λευκός πληθυσμός που τον αποτελούσαν Ισπανοί, Ιταλοί και Πορτογάλοι.
Όπως όλες οι άλλες χώρες της τροπικής Αμερικής, έτσι και η Β. έφερνε μαύρο εργατικό δυναμικό την εποχή της αποικιοκρατίας, που προερχόταν πιο πολύ από τη Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα) και την Αγκόλα. Αλλά η οικονομία των φυτειών δεν είχε μεγάλη ανάπτυξη στη Β., γι’ αυτό και έμεινε ένας πολύ μικρός αριθμός μαύρων που αναμείχθηκε με τους λευκούς.Όταν η Β. έγινε ανεξάρτητο κράτος (1811) είχε 750.000 κατοίκους, που το 1880 έφτασαν τα 2 εκατ. Από το 1917, η ανακάλυψη του πετρελαίου μεταμόρφωσε ριζικά την κατάσταση και προκάλεσε αύξηση του πληθυσμού, τόσο λόγω της μετανάστευσης προς τη Β. όσο και εξαιτίας της φυσικής δημογραφικής αύξησης. Ο δείκτης γεννήσεων ανέβηκε σταδιακά στο 42‰, ενώ ο δείκτης θνησιμότητας, που το 1912 πλησίαζε το 25‰, κατέβηκε στο 6-7‰. Ο δείκτης της ετήσιας αύξησης του πληθυσμού έφτασε το 3,5%, για να κατέβει, στα πιο πρόσφατα χρόνια στο 2,9% (1970-75), 2,6% (1991) και 1,6% (2001). Τα στοιχεία των τελευταίων απογραφών επιβεβαιώνουν τη δημογραφική αύξηση. Από 5.000.000 το 1950, ο πληθυσμός έφτασε τα 7.500.000 το 1961, ξεπέρασε τα 10.500.000 το 1971, το 1990 ήταν 19.405.429 και το 2002 23.916.810.
Η Β. παρουσιάζει μεγάλη ανομοιογένεια στην κατανομή του πληθυσμού· ανάμεσα σε πυκνοκατοικημένες ζώνες παρεμβάλλονται μεγάλες ακατοίκητες εκτάσεις. Το έδαφος της χώρας διασχίζεται από μια πυκνοκατοικημένη ζώνη, που αντιστοιχεί στο τόξο της οροσειράς των Άνδεων και όπου είναι συγκεντρωμένος ο μισός και πλέον πληθυσμός της χώρας. Εδώ η πυκνότητα φτάνει τους 300 κατ. ανά τ. χλμ. Στη βορειοδυτική ζώνη, η πυκνότητα είναι 30-50 κάτ. ανά τ. χλμ. Στα λιάνος η πυκνότητα ποικίλλει από 2 έως 30 κατ. ανά τ. χλμ. και το τεράστιο έδαφος της Γουιάνας (Μπολιβάρ και Αμαζόνας), φιλοξενεί μόλις το 5% του πληθυσμού, σε μια επιφάνεια που καταλαμβάνει το 45% του συνολικού εδάφους της χώρας. Η μέση πυκνότητα στη χώρα είναι 26 κάτ. ανά τ. χλμ. Τέλος, το προσδόκιμο ζωής είναι 70,3 χρόνια για τους άντρες και 76,6 για τις γυναίκες.Το μεγάλο χωριό, με μια πλατεία στο κέντρο, που συνήθως έχει το όνομα του Μπολιβάρ και όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια –η εκκλησία και τα σπίτια των πλούσιων ιδιοκτητών– είναι η τυπική μορφή εγκατάστασης του αγροτικού πληθυσμού της χώρας. Έξω από τα χωριά υπάρχουν παντού διάσπαρτα τα ράντσος, κατά μήκος των δασών και της σαβάνας, κληρονομιά της προ-κολομβιανής εποχής. Από τον 16ο αι. ο αποικισμός έγινε με βάση το φεουδαρχικό σύστημα, με λατιφούντια και μινιφούντια, που περιόριζαν τις δραστηριότητες των αγροτών. Σε μια χώρα όπου το πετρέλαιο προκάλεσε μια διακίνηση τεράστιων κεφαλαίων, η αγροτική μάζα ζει τελείως απομονωμένη, έξω από κάθε οικονομική δραστηριότητα. Ο καθυστερημένος τρόπος ζωής των αγροτών είναι και η αιτία της αστυφιλίας, φαινόμενο παράδοξο σε σχέση με τις τεράστιες εκτάσεις γης που πρέπει να καλλιεργηθούν.Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, ο αστικός πληθυσμός της Β. αντιστοιχεί στο 90,5% του συνόλου. Επειδή η αποικία είχε εμπορικές σχέσεις με τη μητρόπολη, οι πόλεις βρίσκονταν κοντά σε λιμάνια (Μαρακαΐμπο, Κόρο, Μπαρτσελόνα κλπ.). Τον 20ό αι. η ραγδαία κίνηση προς την πόλη συνδέθηκε με την οικονομική ανάπτυξη. Στα τέλη του 1917, η εξαγωγή πετρελαίου επέφερε μια νομισματική ροή που, όμως, δεν επηρέασε καθόλου το αγροτικό περιβάλλον, αλλά έδωσε καινούργια ζωή στην πόλη δημιουργώντας πολλές θέσεις εργασίας. Οι πόλεις της Β., λοιπόν, οφείλουν την εξάπλωσή τους σε δύο φαινόμενα: στη φτώχεια των αγροτών και στην κερδοσκοπία. Η παλιά παραδοσιακή πόλη μοιάζει αταίριαστη με τις απαιτήσεις της μοντέρνας. Υπάρχει λοιπόν το πρόβλημα της ανανέωσης όλων αυτών των πόλεων που μεγαλώνουν και στις οποίες η μετανάστευση των πιο φτωχών τάξεων προσθέτει όλο και περισσότερα ραντσίτος (γειτονιές με παράγκες). Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Β. (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2002) είναι η πρωτεύουσα Καράκας (Caracas, 1.975.786 κάτ., βλ. λ.), η Μαρακαΐμπο (Maracaibo, 1.372.724 κάτ., βλ. λ.), η Βαλένσια (Valencia, 832.929 κάτ., βλ. λ.), η Μπαρκισιμέτο (Barquisimeto, 875.788 κάτ., βλ. λ.), και η Μαρακάι (Maracay, 459.007 κάτ., βλ. λ.)Η οικονομία της Β. είναι από τις πιο ισχυρές της Λατινικής Αμερικής. Η χώρα διαθέτει πετρέλαιο, φυσικό αέριο, αλλά και πληθώρα άλλων μεταλλευμάτων (άνθρακα, βωξίτη, χρυσό, σίδηρο κλπ.). Η οικονομία της όμως αντιμετωπίζει προβλήματα από την κακή διοίκηση, τον υπερτροφικό κρατικό τομέα –παρά τις ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων χρόνων– και την τεράστια φοροδιαφυγή, κυρίως των υψηλών εισοδημάτων. Το 1994 αντιμετώπισε ένα πρόβλημα από την κατάρρευση της τράπεζας Banco Latino. Τα μέτρα που πήρε αμέσως η κυβέρνηση βοήθησαν στην αποκατάσταση της ηρεμίας στον οικονομικό τομέα, αλλά το κόστος της παρέμβασης ήταν σημαντικό. Μετά το 1994 ελήφθησαν επίσης μέτρα για τον περιορισμό του πληθωρισμού κάτω του 30% και την ενίσχυση των επενδύσεων σε χώρους που συνήθως έκανε επενδύσεις το κράτος. Επίσης, το 1996 ακολουθήθηκε ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα με πολιτική λιτότητας και υψηλή φορολογία, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Ο πληθωρισμός έτρεχε με 13% το 2000 και η ανεργία ήταν στο 14% την ίδια χρονιά. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) είναι 146.200 εκατ. δολάρια ΗΠΑ (2000) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 6.200 δολάρια τον ίδιο χρόνο. Ο αγροτικός τομέας απασχολεί περίπου το 11% του ενεργού πληθυσμού, με βασικά προϊόντα τη ζάχαρη, τις μπανάνες, το ρύζι, το καλαμπόκι κ.ά. Η βιομηχανία και ο ορυκτός πλούτος απασχολούν το 24% του ενεργού πληθυσμού. Η ενέργεια προέρχεται από υδροηλεκτρικούς (60%) και θερμοδυναμικούς σταθμούς (40%).Η γεωργία, που απασχολεί το 11% του ενεργού πληθυσμού της Β., αποφέρει πενιχρά έσοδα στο εθνικό εισόδημα της χώρας, και πιο συγκεκριμένα συμβάλλει μόλις με 5,1% στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ). Ο τομέας αυτός είναι καθυστερημένος, γι’ αυτό και η κυβέρνηση αποφάσισε να επέμβει για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των αγροτών. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1960 δεν άλλαξε τις συνθήκες ζωής των αγροτών που εγκατέλειπαν τα χωριά για να καταλήξουν στα ραντσίτος της πρωτεύουσας και να αυξήσουν τον αριθμό του υποπρολεταριάτου. Στην παραδοσιακή οικονομία της Β. υπάρχει μια παράδοξη κατάσταση. Στις ορεινές περιοχές, που κανονικά είναι και οι κατάλληλες για την κτηνοτροφία, στη Β. είναι αφιερωμένες στη γεωργία, ενώ οι πεδιάδες είναι οι χώροι που οι Βενεζουελανοί αφιερώνουν στην κτηνοτροφία. Αυτή η κατάσταση προέρχεται από αρχαίες συνθήκες υγιεινής, που εμπόδιζαν τον αποικισμό στις χαμηλές ζώνες. Η κυριότερη γεωργική καλλιέργεια είναι το καλαμπόκι, που είναι η βασική διατροφή του λαού. Ακολουθεί το ρύζι που είναι διαδεδομένο στα λιάνος, αλλά που η παραγωγή του, όπως εξάλλου και αυτή του σιταριού, δεν επαρκεί για να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες. Παράλληλα με τα δημητριακά, καλλιεργούνται διάφοροι βολβοί που εξυπηρετούν τις ανάγκες διατροφής των κατοίκων, όπως η πατάτα, η γλυκοπατάτα και η μανιόκα. Εκτός από τα συνηθισμένα φρούτα που παράγουν όλες οι χώρες με εύκρατο κλίμα, η Β. παράγει και μεγάλη ποσότητα τροπικών φρούτων, και κυρίως μπανάνες, εσπεριδοειδή, μάνγκο, ανανάδες, τροπικά πεπόνια κ.ά. Άλλες καλλιέργειες που έχουν και εμπορικό χαρακτήρα είναι του κακάο, του ζαχαροκάλαμου, του καφέ και σε μικρότερο ποσοστό του βαμβακιού, της ινώδους αγαύης, των κοκοφοινίκων και του καπνού, που τροφοδοτεί μια σημαντική βιοτεχνία πούρων και τσιγάρων. Τέλος, τα δάση προσφέρουν ένα σημαντικό εισόδημα στη χώρα με την ποικιλία των ειδών που διαθέτουν: μαόνι, κέδρος, σαμάν, μόρα.Άλλη σημαντική δραστηριότητα του πρωτογενούς τομέα είναι η κτηνοτροφία που γίνεται στις αραιοκατοικημένες περιοχές. Μεγάλος αριθμός βοοειδών εκτρέφεται στα λιάνος του Ορινόκο και της λίμνης Μαρακαΐμπο. Η κτηνοτροφία είναι ποιμενικού τύπου και γίνεται πιο πολύ για την παραγωγή κρέατος και δερμάτων. Την εποχή των βροχών, οι κτηνοτρόφοι είναι αναγκασμένοι να μετακινούνται σε πιο ψηλές περιοχές, στα λιάνος άλτος, όπου βρίσκονται και οι κατοικίες των κτηνοτρόφων, τα ράντσος. Κατά την εποχή της ξηρασίας επιστρέφουν και πάλι στις χαμηλές περιοχές, στα ινβερνάδας, που δεν έχουν πια νερά. Εκεί το χώμα είναι αρκετά βαλτώδες και φυτρώνει χόρτο που είναι κατάλληλο για τα ζώα. Μαζί με τα βοοειδή εκτρέφονται και χοίροι, ενώ γίδες και πρόβατα εκτρέφονται σε πιο ξηρές περιοχές. Η πτηνοτροφία είναι διαδεδομένη στις αγροτικές ζώνες.
Μια άλλη πηγή πλούτου για την οικονομία της χώρας είναι η αλιεία, με κυριότερες αλιευτικές ζώνες τη χερσόνησο Παρία και το νησί Μαργαρίτα, όπου ακόμα και σήμερα αλιεύονται φυσικά μαργαριτάρια. Τέλος, το κυνήγι τροφοδοτεί το εμπόριο δερμάτων και γούνας.Η Β., που ανακαλύφθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο την 1η Αυγούστου 1498, πήρε την ονομασία της από τον Αμέρικο Βεσπούτσι και τον Αλόνσο δε Οχέδα οι οποίοι, ταξιδεύοντας από τον κόλπο Παρία μέχρι τη λίμνη Μαρακαΐμπο, συνάντησαν μερικά χωριά ιθαγενών με πασσαλόπηκτα σπίτια, τα οποία τους θύμισαν τη Βενετία. Ονόμασαν λοιπόν την περιοχή μικρή Βενετία (Venezuela). Η πρώτη εγκατάσταση Ισπανών έγινε το 1500 στο νησί Κουμπάγκουα, γνωστό για τα μαργαριτοφόρα όστρακά του, και λίγο αργότερα επεκτάθηκε προς τα ηπειρωτικά. Ο Γκονσάλο δε Οκάμπο ίδρυσε το 1521 το Νέο Τολέδο (σημερινή Κουμανά), ο Χουάν δε Αμπουές εξερεύνησε την ακτή Φαλκόν και ίδρυσε το 1527 την πόλη Σάντα Άνα δε Κοριάνα (σημερινή Κόρο), από την οποία οι άποικοι άρχισαν να προχωρούν προς τα νότια κατά μήκος της ανατολικής ακτής της λίμνης Μαρακαΐμπο. Στην περίοδο 1528-46 προστέθηκαν και μερικές ομάδες Γερμανών, εξαρτημένων από μερικά χρηματοδοτικά ιδρύματα (στα οποία ο Κάρολος Ε’ της Ισπανίας, αντί για την πληρωμή ενός δανείου, παραχώρησε το δικαίωμα να εξερευνήσουν την περιοχή κοντά στην Κόρο), τα οποία οργάνωναν διάφορες αποστολές προς το εσωτερικό για την ανώφελη αναζήτηση του μυθικού θησαυρού. Επειδή η Ισπανία θεωρούσε τη Β. μια περιοχή χωρίς ιδιαίτερη αξία, παραχώρησε τη διοίκησή της στον Άγιο Δομίνικο μέχρι τον 18ο αι., οπότε περιήλθε στη δικαιοδοσία της αντιβασιλείας της Νέας Γρενάδας που είχε την έδρα της στην Μπογκοτά. Το 1777, με βασιλικό διάταγμα του Καρόλου Γ’, αναδιοργανώθηκε η Β. ως ηγεμονία με τις επαρχίες Καράκας, Κουμανά, Μαρακαΐμπο, Γουιάνα και τα νησιά Μαργαρίτα και Τρινιντάντ, που αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα του μελλοντικού κράτους της Β. σε πολιτικό επίπεδο.
Τα πρώτα εθνικά κινήματα ήταν εμπνευσμένα από τα ιδανικά της Γαλλικής καθώς και της Νοτιοαμερικανικής επανάστασης.
Οι εξεγέρσεις των σκλάβων, των νέγρων και των μιγάδων, κατά την περίοδο 1780-95, καταπνίγηκαν στο αίμα από τα ισπανικά στρατεύματα. Το 1806, ο εθνικός ήρωας Φρανσίσκο δε Μιράντα (Francisco de Miranda, 1752-1816), με λίγους μόνο γενναίους κατέλαβε την Κόρο και την Οκουμάρε, νικήθηκε όμως από τους Ισπανούς. Αυτές οι εξεγέρσεις που καταπνίγονταν σκληρά από μέρους των Ισπανών σήμαναν και το αναπόφευκτο τέλος της αποικιακής δυναστείας. Η καταστροφή της Ισπανίας στην Ευρώπη, έργο του Ναπολέοντα, επιτάχυνε αυτό το τέλος. Ο τελευταίος ηγεμόνας, ο Εμπαράν, υποχρεώθηκε να παραιτηθεί στις 19 Απριλίου 1810. Τον διαδέχτηκε μια κυβέρνηση χούντας που, αν και θεωρητικά υποστήριζε ακόμα την ισπανική κυριαρχία, όριζε πως όλα τα μέλη της κυβέρνησης θα έπρεπε να ήταν Αμερικανοί, δηλαδή γεννημένοι στη Β. και όχι στην Ισπανία. Στις 5 Ιουλίου 1811, το πρώτο Συνέδριο της Β. που έγινε στο Καράκας, διακήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία της χώρας και ο Μιράντα ορίστηκε πρώτος ηγέτης της. Όμως, η πρώτη δημοκρατία είχε πολύ σύντομη διάρκεια, γιατί οι Ισπανοί κατάφεραν τον Ιούλιο του 1812 να την καταλύσουν και να φυλακίσουν τον Μιράντα. Στο μεταξύ, ο Σιμόν Μπολιβάρ (Simοn Bolivar, βλ. λ.) κατάφερε να κερδίσει μερικές μάχες στην Κολομβία και το 1813 μπήκε θριαμβευτικά και στο Καράκας. Αλλά και αυτή η δεύτερη δημοκρατία της Β. είχε σύντομη ζωή. Το λάβαρο της ανεξαρτησίας υψώθηκε ξανά το 1816, όταν ο Μπολιβάρ επέστρεψε από την Κολομβία στη Β. και με τη βοήθεια του στρατηγού Αντόνιο Χοσέ δε Σούκρε (1795-1830) κατάφερε να σημειώσει μια σειρά από νίκες κατά των Ισπανών. Στην Ανγκοστούρα, στις 17 Δεκεμβρίου 1819, ο Μπολιβάρ ανακήρυξε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας, που περιλάμβανε τα σημερινά εδάφη της Κολομβίας, του Ισημερινού (Εκουαδόρ) και της Β. Οι Ισπανοί νικήθηκαν ολοκληρωτικά στη μάχη του Καραμπόμπο (24 Ιουνίου 1821) και στη μάχη του Αγιακούτσο (9 Δεκεμβρίου 1824). Η Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας διήρκεσε λίγο περισσότερο από δέκα χρόνια και διαλύθηκε για να δημιουργηθούν τρία διαφορετικά κράτη: η Κολομβία, η Β. και ο Ισημερινός (Εκουαδόρ). Η Β. κυβερνήθηκε από τον στρατηγό Χοσέ Αντόνιο Πάες (1790-1875), συμπολεμιστή του Μπολιβάρ και του Σούκρε, ο οποίος κυβέρνησε μέχρι το 1863. Από το 1870 μέχρι το 1888, κυβέρνησε ο Αντόνιο Γκουθμάν Μπλάνκο (Antonio Guzmαn Blanco). Ακολούθησαν 10 χρόνια σπασμωδικών αγώνων και το 1899 αναδείχτηκε στην προεδρία ο Σιπριάνο Κάστρο (Cipriano Castro). Το 1908 τον διαδέχτηκε ένας άλλος στρατηγός, ο Χουάν Βισέντε Γκόμες (Juan Vicente Gomez, 1857-1935), που κυβέρνησε τυραννικά τη Β. για 26 χρόνια.
Ο Γκόμες εγκαινίασε την εποχή των μοντέρνων καουντίλιος (δικτατόρων) στη Λατινική Αμερική, εφαρμόζοντας το σύστημα της ιδιωτικής πολιτικής αστυνομίας του προέδρου και του απόλυτου ελέγχου της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου από ένα μόνο κόμμα. Στη διάρκεια της μακρόχρονης δικτατορίας, πάντως, άρχισε να επιταχύνεται ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, χωρίς βέβαια αυτό να οφείλεται στον Γκόμες. Η ανακάλυψη του πετρελαίου και των άλλων ορυκτών πλουτοπαραγωγικών πηγών και η ανάπτυξη του εμπορίου με το εξωτερικό ήταν τα καθοριστικά σημεία ανάπτυξης. Ο Γκόμες συνέδεσε βαθιά την τύχη της δικτατορίας του με τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Η κληρονομιά που άφησε ο Γκόμες στη χώρα με τον θάνατό του (1935) ήταν πολύ βαριά και έπεσε στους ώμους του στρατηγού Ε. Λόπες Κοντρέρας, που εξελέγη πρόεδρος της δημοκρατίας το 1936, δίνοντας την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να οργανωθεί και να δημιουργήσει το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κόμμα της Δημοκρατικής Δράσης (ΑD, Αccion Democratica). Τον Κοντρέρας διαδέχτηκε το 1941 ο στρατηγός Ισάβας Μεδίνα Ανγκαρίτα (Isavas Medina Angarita) που συμμάχησε με τις δυτικές δημοκρατίες κατά του Άξονα και της Ιαπωνίας. Η αντίθεση, όμως, προς τον εσωτερικό απολυταρχισμό μεγάλωνε. Το 1945, μια λαϊκή επανάσταση έφερε στην εξουσία το Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης και την προεδρία της δημοκρατίας ανέλαβε, τον Φεβρουάριο του 1948, ο συγγραφέας Ρόμουλο Γκαλιέγκος Φρέιρε (Rόmulo Gallegos Freire) που εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στην αγροτική και βιομηχανική πολιτική. Οι συντηρητικοί και οι στρατιωτικοί αντέδρασαν και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ανέτρεψαν με πραξικόπημα τον Γκαλιέγκος. Λίγα χρόνια αργότερα η χούντα επέβαλε στην εξουσία τον συνταγματάρχη Μάρκος Πέρες Χιμένεθ (Marco Perez Jimenez). Ένα άλλο στρατιωτικό πραξικόπημα, η αυτοαποκαλούμενη Πατριωτική Χούντα που υποστηρίχτηκε από αξιωματικούς της αεροπορίας αυτή τη φορά, αντικατέστησε το 1958 τον Χιμένεθ (που υποχρεώθηκε σε αυτοεξορία) με τον ναύαρχο Βόλφγκανγκ Λαραθάμπαλ (Wolfgang Larrazαbal). Τον ίδιο χρόνο προκηρύχθηκαν εκλογές, τις οποίες κέρδισε ο σοσιαλιστής Ρόμουλο Μπετανκούρ (Rόmulo Betancourt) της Δημοκρατικής Δράσης. Στην αρχή, η κυβέρνησή του προσπάθησε να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, αλλά συνάντησε φοβερές δυσκολίες, τόσο εξαιτίας των αντιδραστικών που προκαλούσαν αναταραχές όσο και εξαιτίας της αριστεράς που τον κατηγορούσε ότι ήταν συνδεδεμένος με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Πάντως, και στις εκλογές του 1963 κέρδισε πάλι η Δημοκρατική Δράση με πρόεδρο τον Ραούλ Λεόνι (Raul Leoni). Την επόμενη τετραετία, όμως, πλειοψήφησε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα υπό τον Ραφαέλ Καλντέρα Ροντρίγκεζ (Rafael Caldera Rodrίguez).
Το 1973 τις εκλογές κέρδισε και πάλι το κόμμα της Δημοκρατικής Δράσης με πρόεδρο τον Κάρλος Αντρές Πέρες (Carlos Andrés Pérez). Στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Πέρες έγιναν δομικές αλλαγές τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς σχέσεις του κράτους. Η κυβέρνησή του εθνικοποίησε τις βιομηχανίες σιδήρου (1975) και πετρελαίου, προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση κυρίως των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα αντιτάχθηκε στη χούντα της Χιλής και αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με την Κούβα. Το 1978, η Β. εξέλεξε πρόεδρο τον Λουίς Χερέρα Καμπίνς (Luίs Herrera Campίns) του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος. Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης το 1981 προκάλεσε έντονη κοινωνική αναταραχή και ένα κύμα επιθέσεων από τους αριστερούς αντάρτες. Στις προεδρικές εκλογές του 1983 κέρδισε πάντως ο υποψήφιος της Δημοκρατικής Δράσης, Τζέιμ Λουζίντσι (Jaime Lusinchi), που υποσχέθηκε εθνική σταυροφορία κατά της διαφθοράς και λήψη αυστηρών μέτρων για την ενίσχυση της οικονομίας. Στις προεδρικές εκλογές του 1988 το κόμμα της Δημοκρατικής Δράσης κέρδισε και πάλι, με υποψήφιο αυτή τη φορά τον πρώην πρόεδρο Κάρλος Αντρές Πέρες. Ο Πέρες, στη δεύτερη θητεία του, ακολούθησε επίσης πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις των συνδικάτων. Το 1992, οι πιστές δυνάμεις στον πρόεδρο Πέρες κατέστειλαν δύο απόπειρες πραξικοπήματος από αξιωματικούς της οργάνωσης ΜRΒ-200 και τον Ούγο Τσάβες (Hugo Rafael Chαvez). Οι κατηγορίες κατά του προέδρου Πέρες για διαφθορά προκάλεσαν την πτώση του με απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας το 1993 και την αντικατάστασή του από τον ανεξάρτητο γερουσιαστή Ραμόν Χοσέ Βελάσκεθ (Ramόn José Velαsquez). Στις προεδρικές εκλογές του 1993 εξελέγη ο Ραφαέλ Καλντέρα Ροντρίγκεζ, ο οποίος είχε διατελέσει πρόεδρος το διάστημα 1969-74.
Μεγάλη πολιτική αλλαγή επήλθε με τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1998, που ανέδειξαν πρόεδρο της χώρας τον απόστρατο αξιωματικό Ούγο Τσάβες, ηγέτη του Κινήματος για την Πέμπτη Δημοκρατία, ο οποίος είχε κάνει αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 1992. Ο Τσάβες, υποστηριζόμενος από το μεγαλύτερο μέρος του φτωχού πληθυσμού της χώρας, υποσχέθηκε σημαντικές κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επικρίθηκαν ως λαϊκιστικές από τους αντιπάλους του και προκάλεσαν και τις αντιδράσεις των ΗΠΑ. Ανακοίνωσε μέτρα κατά της διαφθοράς, προέβη σε ευρεία εκκαθάριση του δικαστικού σώματος, μείωσε την τιμή του πετρελαίου, έστρεψε την εξωτερική του πολιτική προς την Κούβα, τη Λιβύη και το Ιράκ, ενώ αναθεώρησε ριζικά το σύνταγμα (15 Δεκεμβρίου 1999) και άλλαξε την επίσημη ονομασία του κράτους σε Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Β. Την ίδια μέρα όμως έγινε μία από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στη χώρα, από μια βροχή που προκάλεσε εκτεταμένες πλημμύρες, προκαλώντας τον θάνατο 30.000 ανθρώπων και αφήνοντας 200.000 άστεγους. Οι πρώτες εκλογές με το νέο σύνταγμα έγιναν τον Ιούλιο του 2000 και ο Τσάβες επανεξελέγη· το 2002 ανατράπηκε με πραξικόπημα, γρήγορα όμως κατόρθωσε να επανακάμψει στην εξουσία.Η μικρή Βενετία δεν υπήρξε ποτέ μια σημαντική αποικία της Ισπανικής αυτοκρατορίας ούτε και έδωσε μεγάλους λογοτέχνες στη μητρόπολη. Μόνο στο δεύτερο μισό του 18ου αι., με τις μεταρρυθμίσεις του Καρόλου Γ’ και οικονομικά ευνοημένη από το εμπόριο του κακάο και τη συρροή ξένων αποίκων, παρουσίασε η χώρα κάποια πολιτιστική κίνηση. Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι., το Καράκας έγινε κέντρο διάδοσης των προοδευτικών ιδεών και έδωσε στη Β. δύο ξεχωριστές προσωπικότητες: τον Φρανσίσκο δε Μιράντα (1752-1816) και τον Σιμόν Μπολιβάρ (1783-1830). Ο πρώτος Βενεζουελανός λογοτέχνης είναι ο Αντρές Μπέλιο, ο σημαντικότερος του 19ου αι., που πήρε μέρος στον αγώνα για την ανεξαρτησία, αλλά κυρίως υπήρξε διανοούμενος, φιλόλογος και δάσκαλος του ουμανισμού. Η επόμενη γενιά ανέδειξε τρεις προσωπικότητες στον λογοτεχνικό χώρο: τον ποιητή και ιστοριογράφο Ραφαέλ Μαρία Μπάραλτ (1810-1860), τον ρομαντικό πεζογράφο Χουάν Βισέντε Γκονσάλες (1811-1866) και τον Φερμίν Τόρο (1807-1865), νεοκλασικό ποιητή και συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων. Με τη ρομαντική ποίηση ασχολήθηκαν οι Χοσέ Αντόνιο Μαϊτίν (1814-1874), Αμπιγκαΐλ Λοθάνο (1821-1866), Χοσέ Ραμόν Γέπες (1822-1881) και Σεσίλιο Ακόστα (1818-1881). Σημαντικοί πεζογράφοι ήταν οι Αρίστιδες Ρόχας (1826-1894), Εντουάρντο Μπλάνκο (1840-1910), Ραφαέλ Αρβέλο (1812-1877), Λεόνσιο Μαρτίνες (1889-1941) και Φρανσίσκο Πιμέντελ (1890-1942). Όμως, ο πιο γνήσιος Βενεζουελανός ποιητής του 19ου αι. υπήρξε ο Χουάν Αντόνιο Πέρες Μπονάλδε (1846-1892).
Η κουβανέζικη φιλολογία επέφερε μια ανανέωση στην ποίηση της Β. Η αλλαγή διακρίνεται περισσότερο στα έργα των Σέσαρ Θουμέτα (1860-1955), Λουίς Λόπες Μέντες (1861-1891) και Χοσέ Χιλ Φόρτοουλ (1862-1943). Πεζογράφοι ήταν και οι τρεις δημιουργοί του περιοδικού Cοsmόpolis (1894-98), Πέδρο Εμίλιο Κολ (1872-1947), Πέδρο Σέσαρ Ντομίνισι (1872-1954) και Λουίς Ατσελπόλ (1874-1937). Αλλά αυτός που έφερε τη μοντέρνα πρόζα στην ακμή της ήταν ο Μανουέλ Ντίας Ροντρίγκες (1878-1927), απαράμιλλος στιλίστας, ταλαντούχος αφηγηματογράφος και δοκιμιογράφος.
Πρότυπο μοντέρνου Βενεζουελανού συγγραφέα ήταν ο Ρουφίνο Μπλάνκο-Φομπόνα (1874-1944), εξόριστος περίπου για 25 χρόνια στην Ευρώπη για τη δράση του εναντίον του δικτάτορα Γκόμες, ο οποίος έγραψε πάρα πολλά έργα και εργάστηκε για την ισπανική δημοκρατία. Έγραψε μοντέρνα ποίηση, όπως τα Τροβαδούροι και ποιήματα (Τrovadores y trovas, 1899), Μικρό λυρικό μελόδραμα (Ρequeρa όpera lίrica, 1904), και γέρος πια δημιούργησε τα Χρυσά στάχυα (Μazorca de oro, 1943). Έγραψε ακόμα πολλά πεζογραφήματα, πολιτικούς λίβελους, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, δημοσιογραφικά χρονογραφήματα, αυτοβιογραφίες, διηγήματα και μυθιστορήματα. Από τα μυθιστορήματά του ξεχωρίζουν τα: Ο άνθρωπος από σίδερο (Εl hombre de hierro, 1907) και Ο άνθρωπος από χρυσό (Εl hombre de oro, 1914), όπου προσδιορίζει τις δύο όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας της Β. Άλλα έργα του: Ηρωικό προσωπείο (La mαscara heroica, 1923), που είναι ένα τρομερό κατηγορώ κατά του Γκόμες, Η μίτρα στο χέρι (La mitra en la mano, 1927), ενάντια στον κλήρο της χώρας του που στήριζε τη δικτατορία του Γκόμες, Η ωραία και η γιορτή (La bella y la fiera, 1931) και Το μυστικό της ευτυχίας (Εl secreto de la felicidad, 1932).
Με τον Μπλάνκο-Φομπόνα, η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα εισβάλλει στη λογοτεχνία, όπως εξάλλου συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς του 20ού αι. σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Κοινωνικοπολιτικό είναι και το έργο του Ρόμουλο Γκαλιέγκος (1884-1969), του μεγαλύτερου Βενεζουελανού διηγηματογράφου του 20ού αι. Στον ίδιο χώρο κινούνται οι διηγηματογράφοι Χοσέ Ραφαέλ Ποκατέρα (1889-1955), Αρτούρο Ούσλαρ Πιέτρι (1906-2001), Ραμόν Ντίας Σάντσες (1930-1968) καθώς και ο Γκιλιέρμο Μενέσες, που αφηγείται τις περιπέτειες των νέγρων και των μιγάδων. Μετά το 1940 εμφανίζεται μια καινούργια γενιά πεζογράφων, με πιο μοντέρνα τεχνική, αλλά με παρόμοια προβλήματα. Ξεχωρίζουν οι Γκουστάβο Ντίας Σολίς, Έκτορ Μούχικα, Οσβάλδο Τρέχο, Ραμόν Γκονσάλες Παρέδες, γνωστός ως ποιητής και κωμωδιογράφος, και Σαλβαδόρ Γκαρμέντια. Η σύγχρονη πεζογραφία χαρακτηρίζεται ως εστέτ και ξενομανής. Ρεύματα όπως ο δαρβινισμός, ο θετικισμός και ο νατουραλισμός φαίνεται ότι κατάφεραν να πλησιάσουν πάρα πολύ την ψυχολογία της παρακμής. Εκπρόσωποι αυτού του λογοτεχνικού ρεύματος είναι οι Ανδριάνο Γκονσάλες Λεόν, Δαβίδ Αλίθο, Χεσούς Αλμπέρτο Λεόν, Εδουάρδο Γκάσκα, Χερνάντο Τρακ και Κάρλος Νογκέρα.
Στη λυρική ποίηση του 20ού αι. όλη η προσοχή στρέφεται στον Αντρές Ελόι Μπλάνκο (1897-1955), ευαίσθητο και γόνιμο ποιητή με πολυάριθμα βιβλία, στα οποία φαίνονται καθαρά τα ίχνη της ποιητικής τεχνικής. Σημαντικά είναι και τα θεατρικά του έργα, αν και κινούνται πιο πολύ στον χώρο του ποιητικού θεάτρου. Μετά από αυτόν και έως τα τέλη του 20ού αι. ο λυρισμός θα ανθήσει κάτω από ποικίλους τρόπους και προς διάφορες κατευθύνσεις. Σε αυτό συνετέλεσαν οι Χασίντο Φομπόνα Πατσάνο, Μανουέλ Φελίπε Ρουχέλες, Πάμπλο Ρόχας Γκουάρντια, Ότο Ντε Σόλα, Χοσέ Ραμόν Μεδίνα, Αΐδα Γκράμκο, Χουάν Καλθαδίλια, Γκιλιέρμο Σούρκε και Ραμόν Παλομάρες.
Σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας διαδραμάτισαν την περίοδο 1950-70 λογοτεχνικές επιθεωρήσεις, όπως οι Τabla Redonda, Sardio, Εl techo de la Βallena, οι οποίες έδωσαν ώθηση σε νέες τάσεις και γραμμές πειραματισμού και ανέδειξαν ποιητές όπως ο Ραφαέλ Καντένας, ο Καουπολκάν Οβάλε, ο Λουίς Γκαρσία Μοράλες και ο Ραμόν Παλομάρες. Ανοίγει έτσι ο δρόμος της ανανέωσης των ποιητικών μορφών και της γλώσσας, την οποία προωθούν και στην οποία συντελούν οι συγγραφείς της Β. κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1970 και 1980, από τους οποίους διακρίνεται ο Γκουιλέρμο Σούκρε, κυρίως ως δοκιμιογράφος και κριτικός, αλλά και ως ποιητής, τα έργα του οποίου παρουσιάζουν υποδειγματική αυστηρότητα μορφής. Στη δεκαετία του ’80 επιβάλλεται η ομάδα των συγγραφέων που συγκροτούν την επιθεώρηση Τaller de poesia (που εκδίδεται από το Κέντρο Λατινοαμερικανικών Σπουδών Ρόμουλο Γκαλιέγκος), στην οποία συμμετέχουν συγγραφείς διαφορετικού ύφους, από τον Σάντος Λόπες έως τον Αρμάντο Χοσέ Σεκουέρα, τον Αρμάντο Ρόχας Γκουάρντια και τους Χάνι Όσοντ, Μαρία Κλάρα Σάλας, Αλεχάντρο Ολιβέρος κ.ά.
Στον πεζό λόγο, η συνεισφορά των συγγραφέων της Β. στην ανάπτυξη της Νoueva Νovela (νέο μυθιστόρημα) συνδέεται με ονόματα διεθνούς φήμης, όπως ο Άντριου Ούσλαρ Πιέτρι και ο Σαλβαδόρ Γκαρμέντια. Ο πρώτος θεωρείται δημιουργός του σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος και το έργο του ο ακρογωνιαίος λίθος του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού. Αντίθετα, ο δεύτερος κινήθηκε, έστω και ολισθαίνοντας, προς το ονειρικό και το φανταστικό, στο πλαίσιο της σύγχρονης πραγματικότητας, αντανακλώντας με δραματική σαφήνεια στα έργα του κοινωνικές πληγές και προσωπικές στεναχώριες. Οι εξέχουσες αυτές λογοτεχνικές προσωπικότητες της πεζογραφίας της χώρας πλαισιώνονται από σημαντικούς συγγραφείς, όπως ο Γκουιλέρμο Μενέζες, ο Αντριάνο Γκονσάλες Λεόν και οι νεότεροι Χοσέ Μπάλσα, Ντεουζίλ Ρομέρο, Λουίς Μπρίτο Γκαρσία, Ζεζού Αλμπέρτο Λεόν, Νταβίντ Αλίζο.Η Β. έχει δεχτεί την επιρροή δύο διαφορετικών πολιτιστικών ρευμάτων: του πολιτισμού των τροπικών πεδιάδων και του κάτω και μεσαίου τμήματος του ποταμού Ορινόκο, που παρουσιάζει συγγενή στοιχεία με τον πολιτισμό του Αμαζονίου, και του πολιτισμού των δυτικών υψιπέδων. Η πιο αρχαία τερακότα, γνωστή με το όνομα saladero, είναι απλή, σε κόκκινο χρώμα με άσπρες διακοσμήσεις. Στην τερακότα που βρέθηκε στην Μπαράνκας, η διακόσμηση, περιορισμένη στα χείλη, αποτελείται από εγχάρακτα ή γλυπτά πουλιά, ανθρώπινα κεφάλια ή κεφάλια ζώων. Αυτά τα ευρήματα, που βρέθηκαν στη ζώνη του κάτω Ορινόκο, έχουν μεγάλη συγγένεια με τις κατασκευές των Αντιλλών. Πραγματικά, οι Δυτικές Ινδίες κατοικήθηκαν από τους Καρίβες και τους Αραουάκους, λαούς προερχόμενους από τη Νότια Αμερική. Η γλώσσα των Αραουάκων ομιλείται ακόμα από ορισμένες ομάδες. Οι ξύλινες επενδύσεις είναι αρκετά διαδεδομένες στη Β., όπως εξάλλου και οι εκκλησίες με τρία κλίτη και αψίδες που στηρίζονται σε κυλινδρικές κολόνες. Τέτοιες είναι η εκκλησία Λα Ασουνσιόν, στο νησί Μαργαρίτα, και η εκκλησία της Κόρο.
Ο 18ος αι. ευνοεί την ανάπτυξη νέων αρχιτεκτονικών μορφών αρκετά απλών ως προς τα υλικά και τη διακόσμηση. Στα σπίτια και στις εκκλησίες υιοθετείται η κυλινδρική κολόνα με αττική βάση και τουσκικό (ετρουσκικό) κιονόκρανο. Πολύ ενδιαφέρουσες, αλλά σπάνιες, είναι οι κολόνες με κορινθιακό κιονόκρανο που διαπλατύνονται προς τη βάση, όπως στην αυλή του σπιτιού του δον Χουάν δε λα Βέγκα ι Μπερτοδάνο, στο Καράκας. Τα θρησκευτικά κτίρια στο Ελ Τοκούγιο, περιοχή που χάρη στο πλούσιο έδαφός της γνώρισε μεγάλες περιόδους ευημερίας, ακολουθούσαν τα βενεζουελανικά πρότυπα με προσθήκη θόλου, με παράθυρα σε σχήμα μισοφέγγαρου. Η πιο αρχαία εκκλησία είναι η Κονσεψιόν, που καταστράφηκε από σεισμό και ξαναχτίστηκε το 1950 στο αρχικό της σχέδιο, με τρία κλίτη, με εγκάρσιο διάδρομο ευρύχωρο όσο και το κεντρικό κλίτος και με φωτεινό θόλο. Άλλες ενδιαφέρουσες εκκλησίες είναι των Πετάρε, Ελ Πάο και Καλαμπόσο. Η εκκλησία της Κουμανακόα ανήκει και αυτή στον τύπο με τρία κλίτη και δύο πύργους. Η εκκλησία του Σαν Αντόνιο στη Ματουρίν, έργο του μοναχού Χουάν ντε Αράγκες, έχει και αυτή τρία κλίτη και καλύπτεται με ξύλο.
Στις αρχές του 20ού αι. άνθησαν διάφορα αρχιτεκτονικά ρεύματα στο Καράκας, σχετικά με αυτά που επικρατούσαν στην Ευρώπη. Στις επόμενες δεκαετίες του αιώνα στο Καράκας, αλλά και στα άλλα κέντρα της χώρας, επικράτησε η μοντέρνα αρχιτεκτονική και πολεοδομία, όπως εξάλλου έγινε και στις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στο κέντρο του Καράκας, γύρω από την πλατεία Μπολιβάρ, έχουν ανεγερθεί σύγχρονα δημόσια κτίρια, τα οποία χαρακτηρίζει μια λειτουργική αρχιτεκτονική. Τέτοιο είναι το πανεπιστήμιο με το νοσοκομείο, το Καπιτώλιο, το Πάνθεον με τον τάφο του Μπολιβάρ και πολυάριθμα κτίρια υπουργείων. Μετά το 1938, με βάση το σχέδιο του αρχιτέκτονα Σιπριάνο Ντομίνγκες, ξεκίνησε η δόμηση ενός καινούργιου κέντρου της πρωτεύουσας: ένα μεγάλο οδικό σύστημα που έχει δρόμους σε τέσσερα επίπεδα –από τα οποία τα τρία είναι υπόγεια– και ουρανοξύστες. Η πανεπιστημιούπολη, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Κάρλος Ραούλ Βιλιανουέβα, περιλαμβάνει και ωδείο με βιτρό του Φερνάν Λέχερ και αγάλματα των Λόρενς, Αρπ κλπ. Ο γνωστός αρχιτέκτονας Όσκαρ Νιμάγερ έχει λάβει μέρος στα σχέδια για το Μουσείο Καλών Τεχνών, ενώ μερικά ξενοδοχεία, όπως το Χάμπολτ και το Τουριστικό, παρουσιάζουν μεγάλο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρονΣτο θέατρο, σημείο αναφοράς του οποίου είναι το Θεατρικό Φεστιβάλ της Β. που θεσμοθετήθηκε το 1959, διακρίνονται οι Ραφαέλ Πινέντα, Ακουίλες Σερτάδ, Ραμόν Σαλμπάου και Ισαάκ Κοκρόν, καθώς και οι νεότεροι Πολ Γουίλιαμς, Χοσέ Νούνιες και Ροντόλφο Σαντάνα.Ο κινηματογράφος της Β. αρχίζει να παίρνει σοβαρή μορφή στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, όταν η Μαργκότ Μπενασέραφ γυρίζει τα ντοκιμαντέρ Reveron (1952) και Arayga (1958), που κερδίζουν διάφορες διακρίσεις στο εξωτερικό. Το ντοκιμαντέρ, που ανθεί ιδιαίτερα στην επόμενη δεκαετία, είναι και το είδος με το οποίο η Β. θα γίνει γνωστή στο διεθνές κινηματογραφικό κοινό. Ανάμεσα στους κινηματογραφιστές που ξεχωρίζουν σε αυτό το είδος είναι οι Aλφρέδο Aνζόλα (Σάντα Tερέζα, 1969), Zεζούς Eνρίκε Γκουέδες (Η πόλη που μας βλέπει, 1967) και Kάρλος Pομπολέδο (Νεκρό πηγάδι, 1967). Το 1973, η κυβέρνηση της χώρας ψηφίζει νόμο για την οικονομική ενίσχυση της εθνικής κινηματογραφικής παραγωγής, αλλά και τον έλεγχο του ανταγωνισμού των ξένων ταινιών. Το αποτέλεσμα ήταν, ανάμεσα στο 1975 και 1980, το κράτος να επιδοτήσει την παραγωγή 29 ταινιών, ανάμεσά τους και τις: Ζητείται ωραία ρεσεψιονίστ και κλητήρας με δικό του μηχανάκι (1977) και Mανουέλ (1979) του Aλφρέδο Aνζόλα, Το ψάρι που καπνίζει (1977) του Ρομάν Σαλμπάουντ, αλληγορία γύρω από το θέμα της εξουσίας και της διαφθοράς, Φορητή πατρίδα (1978) του Αντόνιο Λεράντι κ.ά. Η οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε καταστροφικό αντίκτυπο στην κινηματογραφική παραγωγή. Ευτυχώς, με διάφορα μέτρα που τελικά πήρε το κράτος στη δεκαετία του 1990, ιδρύοντας και το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου, για τον συντονισμό και την προώθηση των ταινιών, αλλά και τη δημιουργία, μαζί με άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, μιας κοινής αγοράς και διανομής ταινιών, η παραγωγή άρχισε να σημειώνει άνοδο. Από τις πιο σημαντικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών αναφέρουμε τις Οριάνα (1985) της Φίνα Tόρες, φεμινιστική ταινία που χρησιμοποιεί τη μορφή του μελοδράματος για να μιλήσει για τη θέση της γυναίκας, Kοκτέιλ από γαρίδες (1983) του Αλφρέδο Ανζόλα, Χόλιγουντ (1991) του Αουγκούστο Ποραντέλι, Πυροβολήστε στο ψαχνό (1992) του Κάρλος Αζπουρούα, Φλογισμένα μαχαίρια (1992) του Ρομάν Σαλμπάουντ, Τρυφερή είναι η νύχτα (1992) του Λεονάρντο Ενρίκεζ κ.ά.Οι αυτόχθονες Ίντιος και οι νέγρικες καταβολές. Πριν από την εισβολή των Ισπανών, στη Β. υπήρχαν εννέα περιοχές με διαφορετικό πολιτισμό: η περιοχή των Γκοαχίρος στις όχθες της λίμνης Μαρακαΐμπο· η περιοχή των Καρίβων της δύσης· η περιοχή των Τιμότο Κουίκας στις Άνδεις· η περιοχή των Χιραχάρας, Γιάμαν και Γκαγιόν στην πολιτεία Λάρα· η περιοχή των Αραουάκων· η περιοχή των Καρίβων της ακτής· η περιοχή των ψαράδων, των κυνηγών και των τροφοσυλλεκτών στα λιάνος· η περιοχή των Καρίβων του Ορινόκο· και, τέλος, η περιοχή των Οτομάκων μεταξύ των ποταμών Απούρε και Ορινόκο. Οι Καρίβες κατάφεραν να επιβληθούν στους Αραουάκους στις αρχές του 16ου αι. στις παραθαλάσσιες περιοχές και από εκεί να εξαπλωθούν προς τα νότια. Λαός πολεμικός, είχαν δικά τους σκληρά πολεμικά συστήματα· χρησιμοποιούσαν δόρατα με δηλητήριο στην άκρη, ρόπαλα, σφενδόνες και βέλη και κατασκεύαζαν φράχτες από πασσάλους και τείχη πάνω στα βουνά. Οι αιχμάλωτοί τους κομματιάζονταν ή θάβονταν ζωντανοί, ενώ οι ίδιοι, όταν συλλαμβάνονταν, αυτοκτονούσαν. Με τον καιρό τα έθιμα των Ίντιος εξαφανίστηκαν, αλλά μουσικά όργανα όπως τα τσιριμίας, τα τούρας, τα καρίσο, το μάρε-μάρε, οι μαράκες κ.ά. συνοδεύουν ακόμα τους χορούς τους. Ο χορός τούρας, που κληρονομήθηκε από τους Αγιαμάνες και τους Χιραχάρας, χορεύεται την άνοιξη σε μερικές περιοχές της πολιτείας Λάρα και αποτελεί μέρος ενός θεάματος που διαρκεί μερικές μέρες κατά τις οποίες χορεύουν, τρώνε κυνήγι και πίνουν τσίτσα. Ο χορός γίνεται από τον capataz (τελετάρχη) και οκτώ mayordomos, άντρες και γυναίκες. Το έμβλημα του τελετάρχη, ένα μαστίγιο από βέργες λυγαριάς περασμένες με μαύρο κερί, δίνεται, όταν τελειώσει ο χορός, στον διάδοχό του. Σε περίπτωση θανάτου του, το μαστίγιο καίγεται. Η γιορτή αρχίζει με μια ανάγνωση του Reglamento de las Τuras, ενός μεγάλου κειμένου με ιστορικοπολιτικά σχόλια και ηθικές παραινέσεις. Οι χορευτές κάνουν κύκλο με το ένα χέρι στην πλάτη του πλαϊνού και το άλλο στη μέση του χορευτή της αντίθετης πλευράς. Η φιγούρα αυτή συμβολίζει τις κινήσεις του ανέμου και απαντάται και στον χορό μάρε-μάρε, που χορεύεται στα ανατολικά τμήματα της χώρας κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων εορτών. Οι Τιμότο-Κουίκας, κάτοικοι των Άνδεων, έθαβαν τους νεκρούς σε καθιστή στάση, σε σπηλιές που λέγονταν μιντόγιες. Στους Ίντιος αποδίδεται η κατασκευή των κρεμαστών γεφυρών στα ποτάμια και των canoa en tierra, σκαλισμένων κορμών δέντρων, που δεν χρησίμευαν για ναυσιπλοϊκούς σκοπούς αλλά για την καλλιέργεια λαχανικών ή ως δοχεία για την τροφή των ζώων ή και απλώς ως καθίσματα.
Οι νέγροι έφτασαν στη Β. από την Αγκόλα, το Κονγκό και τη Σιέρα Λεόνε ως σκλάβοι και ανήκαν οι περισσότεροι στη φυλετική ομάδα Μπαντού. Η θρησκεία τους ήταν σχετική με τον ανιμισμό και τη λατρεία των προγόνων. Οι εκκλησιαστικές αρχές εμπόδιζαν, από τα τέλη του 17ου αι., οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση των νέγρων που τη θεωρούσαν ειδωλολατρική και σχετική με τη μαγγανεία. Η εκκλησία, όμως, παρότρυνε νέγρους και μιγάδες να ενταχθούν σε θρησκευτικές αδελφότητες, που γνώρισαν μεγάλη άνθηση και ήταν διαδεδομένες σε όλες τις πόλεις της Β. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τέτοιου είδους αδελφότητες που οφείλουν την καταγωγή τους σε εκείνες τις παλιές. Είναι οι ομάδες που οργανώνουν ορισμένες γιορτές, όπως εκείνη του Σαν Φρανσίσκο δε Γιάρε (στην πολιτεία Μιράντα), όπου την ημέρα του Corpus Domini χορεύουν τον χορό των diablos. Οι χορευτές φορούν μάσκες που μιμούνται κεφάλια ζώων και έχουν το σώμα τους τυλιγμένο με ένα σακί. Χορεύουν σε κύκλο στους ρυθμούς ταμπούρλων, που γίνονται όλο και πιο γρήγοροι.
Οι παραδόσεις των νέγρων αναμείχθηκαν με αυτές των Ίντιος και αλληλοεπηρεάστηκαν. Για παράδειγμα, οι νέγροι έχουν διατηρήσει ένα παλιό έθιμο των Ίντιος, που ονομάζεται σαγιάπα: βοηθούν τον γείτονα στη συγκομιδή, στο χτίσιμο του σπιτιού κλπ. Αυτός που δέχεται τη βοήθεια προσφέρει στο τέλος φαγητό και ποτό. Οι Ίντιος πάλι έχουν με τη σειρά τους υιοθετήσει ορισμένα μουσικά όργανα και χορούς των νέγρων. Οι plaches, θεραπευτές των Ίντιος, και οι μάγοι αφρικανικής καταγωγής χρησιμοποιούν πολλές φορές τα ίδια αντικείμενα και δίνουν την ίδια εξήγηση σε διάφορα καιρικά φαινόμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι τόσο οι Ίντιος όσο και οι νέγροι ντύνουν τους κυνόδοντες του κροκόδειλου με χρυσό για να φτιάξουν φυλακτά.
Χριστιανικές λιτανείες, χοροί και γιορτές. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός, συγχώνευση αφρικανικών πίστεων και καθολικών συνηθειών, δεν πήρε στη Β. τις πολυσύνθετες μορφές που έλαβε στην Κούβα και στη Βραζιλία. Ο συγκρητισμός εκδηλώνεται σε ευκαιρίες καθολικών εορτών και πιο πολύ στη γιορτή του Σαν Μπενεντέτο (Άγιος Βενέδικτος ο μαύρος, που ήταν νέγρος) και στις γιορτές του Σαν Γιοβάνι (Άγιος Ιωάννης), του Σαντ Αντόνιο (Άγιος Αντώνιος, 13 Ιουνίου) και των Ιnnocenti (Αθώοι, 28 Δεκεμβρίου). Οι γιορτές των Αγίων Ιωάννη και Βενέδικτου (24 Ιουνίου και 26 Δεκεμβρίου, αντίστοιχα) συμπίπτουν με τα ηλιοστάσια του καλοκαιριού και του χειμώνα και για τους νέγρους έχουν μαγική σημασία. Η λατρεία του Σαν Μπενεντέτο είναι πιο διαδεδομένη στα δυτικά της χώρας και η γιορτή που του αφιερώνεται λέγεται fiesta del Νegro ή fiesta de los Chimabangueles, από το όνομα των τυμπάνων που χρησιμοποιούνται. Η αδελφότητα του Σαν Μπενίτο οργανώνει γιορτές που κρατούν αρκετές εβδομάδες. Από την 1η Οκτωβρίου μέχρι τις 25 Δεκεμβρίου, το άγαλμα του αγίου περιφέρεται σε όλα τα χωριά της περιοχής. Στις 26 και 27 Δεκεμβρίου το άγαλμα γίνεται ο πρωταγωνιστής των εορτών στο Μπετιχόκε και επιστρέφει, κάνοντας την ίδια πορεία, στην εκκλησία της Μεγάλης Σαβάνας όπου, στις 29 Δεκεμβρίου, γίνεται η fiesta del pueblo (γιορτή του λαού). Τον άγιο υπηρετούν μονίμως οι esclavos, ενώ οι vassallos συμμετέχουν εκπληρώνοντας απλώς κάποιο τάμα. Τα εμβλήματα των vassallos είναι δύο: η corosa, μια κορόνα από χαρτόνι με έναν μικρό καθρέφτη στο κέντρο και στολισμένη με γαλάζιο χαρτί, και μια saya, δηλαδή μια εσθήτα από ίνες φοινικόδεντρου. Η γιορτή του Αγίου Αντωνίου γιορτάζεται πιο πολύ στην πολιτεία Μέριδα με μια σειρά χορών που περιλαμβάνει το batalla, που συμβολίζει τον αγώνα ανάμεσα σε δύο άντρες οπλισμένους με μπαστούνια, και το el Galeron, Seis por Οcho ή Seis Figuriao, χορό ανάμεσα σε τρία ζευγάρια. Οι σημαντικότερες γιορτές, ωστόσο, παραμένουν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Το καρναβάλι στις μεγάλες πόλεις έχει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, με άρματα γεμάτα λουλούδια, χορούς και πομπές. Στην εξοχή υπάρχουν ορισμένα γραφικά έθιμα, όπως το toro e candela (ο ταύρος που καίει) όπου κάποιος, φορώντας μάσκα που μιμείται το κεφάλι του ταύρου και έχοντας φωτισμένα τα μάτια, τρέχει σε ολόκληρο το χωριό. Η Τετάρτη της Σαρακοστής (L’ entierro de la sardina) σημαίνει και το τέλος του καρναβαλιού. Η σαρδέλα θάβεται με συνοδεία πομπής στην οποία συμμετέχει ένας εφημέριος και ένας που παριστάνει τον διάβολο και προσπαθεί να διακόψει τις ιερές λειτουργίες και να τρομάξει τον κόσμο. Οι γιορτές του Πάσχα γιορτάζονται με παντομίμες και δραματικές σκηνές, όπως το κάψιμο του ομοιώματος του Ιούδα του Ισκαριώτη ή το μυστήριο των Παθών, που κάθε χρόνο συγκεντρώνουν πλήθη πιστών και απλών θεατών.Η Β., που για πολλούς σημαίνει μόνο το μοντέρνο Καράκας και το Μαρακαΐμπο με τη λιμνοθάλασσα και τις πετρελαιοπηγές του, έχει πολλά να προσφέρει στον ταξιδιώτη. Το λιμάνι του Καράκας, Λα Γκουάιρα, είναι συνδεδεμένο ατμοπλοϊκώς με τη Νότια Αμερική και την Ευρώπη, ενώ το Καράκας και το Μαρακαΐμπο συνδέονται αεροπορικώς με τις κυριότερες πόλεις της Βόρειας και Νότιας Αμερικής και της Ευρώπης. Για την είσοδο στη χώρα δεν χρειάζεται βίζα, είναι όμως απαραίτητο το πιστοποιητικό εμβολιασμού κατά της ευλογιάς. Εκτός από τις αεροπορικές γραμμές που φτάνουν σε ολόκληρη τη χώρα, η Β. διαθέτει ακόμα καλό οδικό δίκτυο που καλύπτει ολόκληρη τη βόρεια πλευρά. Για τις διαδρομές μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη συγκοινωνία με λεωφορεία, ταξί ή ακόμα καλύτερα να νοικιάσει αυτοκίνητο. Η καλύτερη εποχή για το ταξίδι στη Β. είναι η εποχή της ξηρασίας που είναι και η πιο δροσερή, από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Απρίλιο, αλλά στα υψίπεδα, που το κλίμα είναι πάντα ανοιξιάτικο, μπορεί κανείς να πάει και τους άλλους μήνες. Το κλίμα του Μαρακαΐμπο, από τον Μάιο μέχρι τον Νοέμβριο, είναι βαρύ και υγρό.
Το Καράκας και τα περίχωρά του. Το Καράκας, με τη μοντέρνα πολεοδομία του, τους πολυάριθμους αυτοκινητόδρομους, τους κήπους και τις βίλες, είναι μια όμορφη πόλη. Μεταξύ των πιο σύγχρονων οικοδομημάτων είναι οι ουρανοξύστες του κέντρου Σιμόν Μπολιβάρ, το πάρκο με τα πομπώδη μνημεία της Αvenida de los Ρroceres και η πανεπιστημιούπολη. Στην παλιά πόλη διατηρούνται μερικά μνημεία του παρελθόντος: το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Σιμόν Μπολιβάρ, με το ομώνυμο μουσείο, το εθνικό Πάνθεον με τον τάφο του, ο καθεδρικός ναός, το Καπιτώλιο, η εκκλησία του Σαν Φρανσίσκο, το Μουσείο Αποικιακής Τέχνης και το Μουσείο Καλών Τεχνών. Στο Καράκας δεσπόζει η πόλη Πίκο Άβιλα, όπου πηγαίνει κανείς με τελεφερίκ και από εκεί πάλι με τελεφερίκ φτάνει στην ακτή. Στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει το λιμάνι Λα Γκουάιρα με το Καράκας υπάρχουν λουτροπόλεις. Στα περίχωρα της πρωτεύουσας μπορεί κάποιος να κάνει δύο ενδιαφέρουσες εκδρομές: μία στο ορεινό κέντρο Κολόνια Τοβάρ (οι κάτοικοί του, γερμανικής καταγωγής, έχουν ξαναχτίσει μια γωνιά του Μέλανα Δρυμού), και μια πιο μακρινή, στο Μαρακάι (λίμνη Βαλένσια, όπου αξίζει μια εκδρομή στη θαυμάσια Μπαΐα δε Κάτα στο Τσορονί, διασχίζοντας τα δάση του εθνικού πάρκου Ράντσο Γκράντε).
Οι δυτικές περιοχές. Στα δυτικά του Καράκας, εκτός από το Μαρακάι, η Βαλένσια (μνημείο για τη μάχη του Καραμπόμπο), το Πουέρτο Καμπέλιο (Αποικιακό Μουσείο, εκκλησία του Ροσάριο, οχυρό Σολάνο, κάστρο Λιμπερταδόρ, οδός Λανσέρος), το Σαν Χουάν δε λος Μόρος (με τυπικά morros και morritos, πυραμίδες από βράχους, θερμές πηγές), το Μπαρκισιμέτο (δάσος του Μακούτο) είναι τα σημεία στάθμευσης για όποιον θα κάνει οδικώς τη διαδρομή. Αξίζει ακόμα να δει την Κόρο (ο δρόμος φτάνει από το Πουέρτο Καμπέλιο και διασχίζει ωραιότατες ακρογιαλιές), την πόλη που διατηρεί περισσότερο από κάθε άλλη τα σημάδια της αποικιοκρατίας (καθεδρικός ναός, εκκλησίες του Σαν Φρανσίσκο και του Σαν Κλεμέντε, Επισκοπικό Μουσείο Τέχνης, σπίτι-φυλακή με σιδερένια παράθυρα και Θησαυροφυλάκιο).
Προς τις Άνδεις. Η περιοχή γύρω από τη Μέριδα προσφέρει ένα τελείως διαφορετικό θέαμα με τις ψηλές κορυφές των Άνδεων. Εκεί φτάνει κανείς αεροπορικώς ή οδικώς μέσω Σαν Κάρλος Γκουανάρε και Μπαρίνας, διασχίζοντας τις σαβάνες των λιάνος, περνώντας μέσα από βουνά μέχρι τη Σάντο Ντομίνγκο, ή με ένα άλλο δρομολόγιο που ξεκινά από το Μπαρκισιμέτο και περνά από την ορεινή ζώνη για να φτάσει στην Τρουχίλιο. Στη Μέριδα, όπου επικρατεί η αποικιακή ατμόσφαιρα (Αποικιακό Μουσείο), μπορεί να πάρει κανείς το τελεφερίκ για να ανέβει στα 4.760 μ., ανάμεσα στους παγετώνες του Πίκο Εσπέχο και, προχωρώντας κατά μήκος των δρόμων των Άνδεων, να φτάσει και μέσα από το ψηλό πέρασμα του Πίκο ντελ Ακουίλα, σε ύψος 4.000 μ., στο Σαν Κριστομπάλ. Σε μια τέτοια διαδρομή μπορεί κανείς να νιώσει το περιβάλλον των Άνδεων και να συναντήσει τους ανθρώπους που τις κατοικούν.
Ανατολικές περιοχές. Ανατολικά του Καράκας, τα δύο παραθαλάσσια κέντρα, Μπαρτσελόνα (εκκλησία Σαν Κριστομπάλ, Κάσα Φουέρτε) και Κουμανά (κάστρα Σαν Αντόνιο και Σάντα Μαρία δε λα Καμπέσα) συνδέονται με δρόμο που περνά μέσα από θαυμάσιες ακρογιαλιές (Πλάγια Κολοράδα).
Το Ιγκερότε είναι ένα άλλο σημαντικό παραθαλάσσιο κέντρο. Ταξιδεύοντας από την Κουμανά προς το εσωτερικό μπορεί κανείς να πάει στο Καρίπε, όπου βρίσκεται η Κουέβα ντελ Γκουατσάρο στην οποία –σε ένα θεαματικό σύμπλεγμα από σπηλιές– κατοικούν χιλιάδες πουλιά, και πιο ανατολικά στα Σαν Αντόνιο του Κόλπου, Καρούπανο και χερσόνησο Παρία. Κοντά βρίσκεται το νησί Μαργαρίτα, το καύχημα του τουρισμού της Β., με φυσικές ομορφιές, ακρογιαλιές και ιστορικά μνημεία (κάστρο Σαν Κάρλος στο Παμπάταρ, κάστρο Σάντα Ρόσα και καθεδρικός ναός στην Ασουνσιόν, κτίρια της αποικιακής εποχής και τα ερείπια της κατεστραμμένης πόλης Κουμπάγκουα στο ομώνυμο νησάκι).
Στα λιάνος και στη Γουιάνα. Ο ταξιδιώτης πρέπει να κατέχεται από το κατάλληλο πνεύμα για να επισκεφθεί τα λιάνος, την πιο τυπική βενεζουελανή περιοχή, από το Σαν Χουάν δε λος Μόρος και να φτάσει στο κυριότερο κέντρο, το Σαν Φερνάντο δε Απούρε. Οι ατέλειωτες περιοχές του κάτω Ορινόκο και της Γουιάνας αφήνουν τον επισκέπτη να θαυμάσει τη γεωργική και βιομηχανική ανάπτυξη, μαζί με το ελάχιστα εξερευνημένο τοπίο της Μεγάλης Σαβάνας και της Αμαζονίας. Το πιο παλιό κέντρο είναι η Θιουδάδ Μπολιβάρ (γέφυρα πάνω στον Ορινόκο, παλιά κτίρια στην πλατεία Μπολιβάρ), αλλά το πιο σύγχρονο και πιο ζωηρό είναι η Θιουδάδ Γουιάνα που αποτελείται από τους πυρήνες Πουέρτο Ορντάς, Σαν Φέλιξ, Ματάνσας, Παλούα και Καστιγίτο (καταρράκτες Λιοβισίνα του ποταμού Καρονί, από τους πιο θεαματικούς της Αμερικής, βόλτα με πλοιάριο ή αυτοκίνητο στους ισπανικούς πύργους λος καστίλιος). Η επίσκεψη στα ανοικτά ορυχεία σιδήρου του Θέρο Μπολιβάρ και της τεχνητής λίμνης Χούρι, στη μέση του Καρονί, θα προκαλέσει το ενδιαφέρον κάθε ταξιδιώτη. Τα μοντέρνα βιομηχανικά συγκροτήματα του Πουέρτο Ορντάς, τα αρδευτικά έργα και η αξιοποιημένη γεωργία στις περιοχές του δέλτα του Ορινόκο συμπληρώνουν την επίσκεψη στην περιοχή. Ένας δρόμος από τα νότια της Θιουδάδ Μπολιβάρ φτάνει στη Λα Παράγκουα όπου, κατά μήκος του ομώνυμου ποταμού, αρχίζει η περιοχή των κυνηγών διαμαντιών.
Ένας πιο μακρινός δρόμος, από τα νότια της Θιουδάδ Γουιάνα φτάνει στο Ελ Δοράδο και προχωρεί έως τη Σάντα Ελένα (αεροδρόμιο) στα σύνορα με τη βραζιλιάνικη Αμαζονία, διασχίζοντας τα παρθένα δάση και τα βουνά της Μεγάλης Σαβάνας. Με μια οργανωμένη εκδρομή 5 ημερών με βαποράκι μπορεί κανείς να διασχίσει τον Ορινόκο από τη Θιουδάδ Μπολιβάρ μέχρι το Πουέρτο Αγιακούτσο (αεροδρόμιο), περνώντας από τα πιο παρθένα εδάφη της Αμαζονίας, και από εκεί προς την επάνω ροή του Ορινόκο, όπου κατοικούν οι πρωτόγονοι Ίντιος.
Κουζίνα. Τα τυπικά φαγητά είναι το αρέπα (ψωμί που είναι φτιαγμένο από καλαμποκάλευρο), η αλιάκα (χυλός, κρέας, ελιές, μπαχαρικά, σταφίδες, τυλιγμένα και βρασμένα μέσα σε φύλλα μπανάνας), η παρίλια (παστό κρέας ψημένο στη θράκα), το παμπελιόν κριόλιο (κομματάκια κρέας με φασόλια, τηγανητές μπανάνες, ρύζι και τυρί) και το σανκότσο, που είναι κοινά στις γειτονικές με τη Β. χώρες της Αμερικής, που έχουν ισπανική παράδοση.
Ξενοδοχειακές μονάδες. Ολόκληρη η χώρα διαθέτει εξαιρετικά ξενοδοχεία. Μετά την υποτίμηση του νομίσματος στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η χώρα έγινε ένας από τους πιο οικονομικούς προορισμούς της Νότιας Αμερικής, κάτι που φάνηκε από την αύξηση των επισκεπτών στη χώρα (περ. 600.000 το 2000).Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, το 2001 ζούσαν στη Β. 2.500 Έλληνες.
Στη Βενεζουέλα, όπως και σε όλη τη Νότια Αμερική, οι αυτόχθονες πληθυσμοί κατάφεραν να επιβιώσουν και μετά τον ευρωπαϊκό αποικισμό.
Η κορυφή Πίκο Μπολιβάρ (5.002 μ.) είναι η ψηλότερη των Άνδεων στο έδαφος της Βενεζουέλας.
Τοπίο της Κορδιλιέρας της Μέριδα, ακραίας βορειοανατολικής διακλάδωσης της Κορδιλιέρας των Άνδεων (φωτ. Igda).
Ο δικτάτορας Χουάν Βισέντε Γκόμες, απόλυτος άρχοντας της Βενεζουέλας από το 1908 έως το 1935.
Ο Σιμόν Μπολιβάρ επιστρέφει την ισπανική σημαία, μετά τη νίκη του στο Καραμπόμπο (1821).
Συνοικία του Μαρακαΐμπο, του μεγαλύτερου κέντρου εξόρυξης και επεξεργασίας πετρελαίου στη Νότια Αμερική.
Το Μαρακάι, μεγάλο βιομηχανικό κέντρο της Βενεζουέλας.
Τμήμα του πετρελαιαγωγού που μεταφέρει στα διυλιστήρια το ακάθαρτο πετρέλαιο που εξάγεται από τη λίμνη Μαρακαΐμπο.
Χαρτονόμισμα των 2.000 μπολιβάρ Βενεζουέλας του 1998.
Επίσημη ονομασία: Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας Έκταση: 912.050 τ. χλμ. Πληθυσμός: 23.916.810 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Καράκας (1.975.786 κάτ. το 2002)
Πίνακας του Τίτο Σάλας που απεικονίζει τον Σιμόν Μπολιβάρ.
Φωτογραφία από δορυφόρο της ΝΑΣΑ μιας περιοχής στα δυτικά Υψίπεδα της Γουιάνας, ζώνη την οποία διατρέχει, όπως και μεγάλο τμήμα της Βενεζουέλας, ο ποταμός Ορινόκο (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Οι καταρράκτες του ποταμού Καρονί, παραποτάμου του Ορινόκο, στο έδαφος της Βενεζουέλας.
Φυτείες ζαχαροκάλαμου σε μια κοιλάδα της Κορδιλιέρας της Μέριδα.
Το πρώτο συνέδριο της Βενεζουέλας στις 5 Ιουλίου 1811, στο οποίο έλαβαν μέρος οι αντιπρόσωποι επτά επαρχιών και διακήρυξαν την ανεξαρτησία της Βενεζουέλας από την Ισπανία. Ο κυριότερος υποκινητής του συνεδρίου υπήρξε ο Φρανσίσκο δε Μιράντα.
Τμήμα της λίμνης Μαρακαΐμπο με φοίνικες στις όχθες της.
Άποψη του καθεδρικού ναού του Καράκας στη Βενεζουέλα.
Το κέντρο Σιμόν Μπολιβάρ στο Καράκας.
Dictionary of Greek. 2013.